Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (4.4.1-4.4.13)
[4.4.1] Μόλις πέρασαν τον ποταμό, συντάχτηκαν κατά το μεσημέρι και προχώρησαν ανάμεσα από την Αρμενία, που είναι πέρα για πέρα κάμπος με ομαλούς γήλοφους, και κάλυψαν απόσταση όχι λιγότερη από πέντε παρασάγγες. Γιατί δεν υπήρχαν κοντά στον ποταμό χωριά, εξαιτίας των πολέμων που έκαναν με τους Καρδούχους. [4.4.2] Το χωριό που πήγαν ήταν μεγάλο κι είχε ανάκτορο για το διοικητή και πάνω στα πιο πολλά σπίτια υπήρχαν πολεμίστρες. Όσο για τα τρόφιμα ήταν άφθονα. [4.4.3] Από κει βάδισαν δυο σταθμούς και προχώρησαν δέκα παρασάγγες, ώσπου πέρασαν πάνω από τις πηγές του Τίγρητα ποταμού. Ύστερα βαδίζοντας τρεις σταθμούς προχώρησαν δεκαπέντε παρασάγγες κι έφτασαν στον Τηλεβόα ποταμό, που ήταν όμορφος, όχι όμως μεγάλος. Γύρω απ᾽ αυτόν τον ποταμό βρίσκονταν πολλά χωριά. [4.4.4] Η χώρα αυτή ονομαζόταν δυτική Αρμενία. Υποδιοικητής της ήταν ο Τιρίβαζος, που ήταν φίλος με το βασιλιά και όσες φορές βρισκόταν κοντά του, κανένας άλλος δεν τον βοηθούσε ν᾽ ανέβει στο άλογο, παρά μονάχα αυτός. [4.4.5] Τούτος ήρθε καβάλα στ᾽ άλογό του, έχοντας μαζί του και ιππείς, κι έστειλε ένα διερμηνέα να πει πως ήθελε να συζητήσει με τους αρχηγούς. Οι στρατηγοί νόμισαν πως έπρεπε να τον ακούσουν. Πήγαν λοιπόν σε τέτοια θέση ώστε να ακούονται, και τον ρώτησαν τί θέλει. [4.4.6] Εκείνος τους απάντησε πως ήθελε να συνθηκολογήσουν, με τον όρο ούτε αυτός να βλάφτει τους Έλληνες ούτε εκείνοι να καίνε τα σπίτια· και να παίρνουν όσα τρόφιμα τους είναι απαραίτητα. Αυτά που είπε φάνηκαν λογικά στους στρατηγούς και συνθηκολόγησαν με αυτούς τους όρους. |