Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.6.14-4.6.27)

[4.6.14] Ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς συμβάλλομαι; ὑμᾶς γὰρ ἔγωγε, ὦ Χειρίσοφε, ἀκούω τοὺς Λακεδαιμονίους ὅσοι ἐστὲ τῶν ὁμοίων εὐθὺς ἐκ παίδων κλέπτειν μελετᾶν, καὶ οὐκ αἰσχρὸν εἶναι ἀλλὰ καλὸν κλέπτειν ὅσα μὴ κωλύει νόμος. [4.6.15] ὅπως δὲ ὡς κράτιστα κλέπτητε καὶ πειρᾶσθε λανθάνειν, νόμιμον ἄρα ὑμῖν ἐστιν, ἐὰν ληφθῆτε κλέπτοντες, μαστιγοῦσθαι. νῦν οὖν μάλα σοι καιρός ἐστιν ἐπιδείξασθαι τὴν παιδείαν, καὶ φυλάξασθαι μὴ ληφθῶμεν κλέπτοντες τοῦ ὄρους, ὡς μὴ πληγὰς λάβωμεν.
[4.6.16] Ἀλλὰ μέντοι, ἔφη ὁ Χειρίσοφος, κἀγὼ ὑμᾶς τοὺς Ἀθηναίους ἀκούω δεινοὺς εἶναι κλέπτειν τὰ δημόσια, καὶ μάλα ὄντος δεινοῦ κινδύνου τῷ κλέπτοντι, καὶ τοὺς κρατίστους μέντοι μάλιστα, εἴπερ ὑμῖν οἱ κράτιστοι ἄρχειν ἀξιοῦνται· ὥστε ὥρα καὶ σοὶ ἐπιδείκνυσθαι τὴν παιδείαν.
[4.6.17] Ἐγὼ μὲν τοίνυν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, ἕτοιμός εἰμι τοὺς ὀπισθοφύλακας ἔχων, ἐπειδὰν δειπνήσωμεν, ἰέναι καταληψόμενος τὸ ὄρος. ἔχω δὲ καὶ ἡγεμόνας· οἱ γὰρ γυμνῆτες τῶν ἑπομένων ἡμῖν κλωπῶν ἔλαβόν τινας ἐνεδρεύσαντες· τούτων καὶ πυνθάνομαι ὅτι οὐκ ἄβατόν ἐστι τὸ ὄρος, ἀλλὰ νέμεται αἰξὶ καὶ βουσίν· ὥστε ἐάνπερ ἅπαξ λάβωμέν τι τοῦ ὄρους, βατὰ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις ἔσται. [4.6.18] ἐλπίζω δὲ οὐδὲ τοὺς πολεμίους μενεῖν ἔτι, ἐπειδὰν ἴδωσιν ἡμᾶς ἐν τῷ ὁμοίῳ ἐπὶ τῶν ἄκρων· οὐδὲ γὰρ νῦν ἐθέλουσι καταβαίνειν εἰς τὸ ἴσον ἡμῖν. [4.6.19] ὁ δὲ Χειρίσοφος εἶπε· Καὶ τί δεῖ σὲ ἰέναι καὶ λιπεῖν τὴν ὀπισθοφυλακίαν; ἀλλὰ ἄλλους πέμψον, ἂν μή τινες ἐθέλοντες ἀγαθοὶ φαίνωνται. [4.6.20] ἐκ τούτου Ἀριστώνυμος Μεθυδριεὺς ἔρχεται ὁπλίτας ἔχων καὶ Ἀριστέας ὁ Χῖος γυμνῆτας καὶ Νικόμαχος Οἰταῖος γυμνῆτας· καὶ σύνθημα ἐποιήσαντο, ὁπότε ἔχοιεν τὰ ἄκρα, πυρὰ καίειν πολλά. [4.6.21] ταῦτα συνθέμενοι ἠρίστων· ἐκ δὲ τοῦ ἀρίστου προήγαγεν ὁ Χειρίσοφος τὸ στράτευμα πᾶν ὡς δέκα σταδίους πρὸς τοὺς πολεμίους, ὅπως ὡς μάλιστα δοκοίη ταύτῃ προσάξειν.
[4.6.22] Ἐπειδὴ δὲ ἐδείπνησαν καὶ νὺξ ἐγένετο, οἱ μὲν ταχθέντες ᾤχοντο, καὶ καταλαμβάνουσι τὸ ὄρος, οἱ δὲ ἄλλοι αὐτοῦ ἀνεπαύοντο. οἱ δὲ πολέμιοι ἐπεὶ ᾔσθοντο τὸ ὄρος ἐχόμενον, ἐγρηγόρεσαν καὶ ἔκαιον πυρὰ πολλὰ διὰ νυκτός. [4.6.23] ἐπειδὴ δὲ ἡμέρα ἐγένετο Χειρίσοφος μὲν θυσάμενος ἦγε κατὰ τὴν ὁδόν, οἱ δὲ τὸ ὄρος καταλαβόντες κατὰ τὰ ἄκρα ἐπῇσαν. [4.6.24] τῶν δὲ πολεμίων τὸ μὲν πολὺ ἔμενεν ἐπὶ τῇ ὑπερβολῇ τοῦ ὄρους, μέρος δ᾽ αὐτῶν ἀπήντα τοῖς κατὰ τὰ ἄκρα. πρὶν δὲ ὁμοῦ εἶναι τοὺς πολλοὺς ἀλλήλοις, συμμιγνύασιν οἱ κατὰ τὰ ἄκρα, καὶ νικῶσιν οἱ Ἕλληνες καὶ διώκουσιν. [4.6.25] ἐν τούτῳ δὲ καὶ οἱ ἐκ τοῦ πεδίου οἱ μὲν πελτασταὶ τῶν Ἑλλήνων δρόμῳ ἔθεον πρὸς τοὺς παρατεταγμένους, Χειρίσοφος δὲ βάδην ταχὺ ἐφείπετο σὺν τοῖς ὁπλίταις. [4.6.26] οἱ δὲ πολέμιοι οἱ ἐπὶ τῇ ὁδῷ ἐπειδὴ τὸ ἄνω ἑώρων ἡττώμενον, φεύγουσι· καὶ ἀπέθανον μὲν οὐ πολλοὶ αὐτῶν, γέρρα δὲ πάμπολλα ἐλήφθη· ἃ οἱ Ἕλληνες ταῖς μαχαίραις κόπτοντες ἀχρεῖα ἐποίουν. [4.6.27] ὡς δ᾽ ἀνέβησαν, θύσαντες καὶ τρόπαιον στησάμενοι κατέβησαν εἰς τὸ πεδίον, καὶ εἰς κώμας πολλῶν καὶ ἀγαθῶν γεμούσας ἦλθον.

[4.6.14] Μα τί μιλώ για απροσδόκητη επίθεση; Αφού ξέρω, Χειρίσοφε, πως εσείς οι Σπαρτιάτες, όσοι ανήκετε στην τάξη των ευγενών, πολύ νωρίς από την παιδική ηλικία μαθαίνετε ν᾽ αρπάζετε κρυφά, και πως δεν το έχετε ντροπή να κλέβετε εκείνα που δεν εμποδίζει ο νόμος, παρά το θεωρείτε καλή πράξη. [4.6.15] Για να κλέβετε μάλιστα, όσο γίνεται πιο επιδέξια, και για να προσπαθείτε να μη σας παίρνουν είδηση, προστάζει ο νόμος της πατρίδας σας να σας μαστιγώνουν, όταν σας πιάσουν να κάνετε αυτήν τη δουλειά. Τώρα λοιπόν σου παρουσιάζεται μια μεγάλη ευκαιρία να δείξεις την εκπαίδευσή σας επάνω σ᾽ αυτό και να πάρεις μέτρα να μην πιαστούμε την ώρα που θα κυριεύουμε κρυφά ένα μέρος του βουνού, για να μη μας χτυπήσουν».
[4.6.16] «Μα κι εγώ, είπε ο Χειρίσοφος, ξέρω πως εσείς οι Αθηναίοι είστε ικανοί να κλέβετε τα δημόσια χρήματα, παρόλο που ο κίνδυνος για τον κλέφτη είναι πολύ μεγάλος. Και την ικανότητα αυτή την έχουν προπάντων οι καλύτεροί σας, αν βέβαια θεωρείτε αυτούς άξιους να κυβερνούν. Έτσι είναι ευκαιρία και για σένα να δείξεις την εκπαίδευσή σας».
[4.6.17] «Εγώ λοιπόν, είπε ο Ξενοφώντας, είμαι έτοιμος, μόλις δειπνήσουμε, να πάω με τους στρατιώτες της οπισθοφυλακής για να καταλάβουμε το βουνό. Έχω μάλιστα και οδηγούς. Γιατί οι γυμνήτες μου έστησαν καρτέρι κι έπιασαν μερικούς κλέφτες που μας ακολουθούσαν. Απ᾽ αυτούς πληροφορήθηκα πως το βουνό δεν είναι απάτητο, παρά βόσκουν επάνω γίδια και βόδια. Έτσι, αν καταλάβουμε μια φορά ένα μέρος του βουνού, θα μπορούν να το περάσουν και τα υποζύγια. [4.6.18] Έπειτα πιστεύω πως όταν μας δουν οι εχθροί σε βουνοκορφή, όπως είναι κι οι ίδιοι, δεν θα μείνουν εκεί πολλή ώρα. Γιατί ούτε τώρα δεν δείχνουν διάθεση να κατέβουν εδώ που βρισκόμαστε εμείς». [4.6.19] Ο Χειρίσοφος αποκρίθηκε: «Και ποιά η ανάγκη να πας εσύ και ν᾽ αφήσεις την οπισθοφυλακή; Στείλε άλλους, αν δεν παρουσιαστούν μερικοί εθελοντές». [4.6.20] Τότε έρχεται ο Αριστώνυμος, που καταγόταν από το Μεθύδριο, με οπλίτες και ο Αριστέας ο Χιώτης και ο Νικόμαχος ο Οιταίος με γυμνήτες. Αυτοί συνεννοήθηκαν ν᾽ ανάψουν πολλές φωτιές, μόλις καταλάβουν τις βουνοκορφές. [4.6.21] Ύστερ᾽ από τη συνεννόηση άρχισαν να τρώνε. Κι όταν τέλειωσε το γεύμα, οδήγησε ο Χειρίσοφος ολόκληρο το στράτευμα απέναντι στους εχθρούς, σε απόσταση που θα ήταν δέκα στάδια, για να μην τους μείνει καμιά αμφιβολία πως απ᾽ αυτό το μέρος θα τους κάμει την επίθεση.
[4.6.22] Όταν είχαν δειπνήσει κι είχε σκοτεινιάσει πια, έφυγαν εκείνοι που ορίστηκαν για την επιχείρηση και πηγαίνουν και κυριεύουν το βουνό, ενώ οι άλλοι ξεκουράζονταν εκεί. Οι εχθροί πάλι μόλις κατάλαβαν πως το βουνό κυριεύτηκε, αγρυπνούσαν όλη τη νύχτα κι άναβαν πολλές φωτιές. [4.6.23] Με τα ξημερώματα ο Χειρίσοφος θυσίασε κι ύστερα οδηγούσε το στρατό από το δρόμο, ενώ εκείνοι που είχαν καταλάβει το βουνό άρχισαν την επίθεση από τις κορυφές. [4.6.24] Όσο για τους εχθρούς, το μεγάλο μέρος τους έμεινε στο πέραμα του βουνού, ενώ το υπόλοιπο βάδιζε καταπάνω στους Έλληνες που είχαν πιάσει τις κορυφές. Προτού όμως συναντηθούν τα κύρια σώματα των δυο στρατών, συγκρούονται εκείνοι που βρίσκονταν στις βουνοκορφές, νικούν οι Έλληνες και παίρνουν τους εχθρούς στο κυνήγι. [4.6.25] Στο μεταξύ από τον κάμπο οι πελταστές των Ελλήνων ορμούσαν ενάντια σε κείνους που είχαν παραταχθεί απέναντί τους, ενώ ο Χειρίσοφος έχοντας τους οπλίτες ακολουθούσε με βηματισμό γρήγορο. [4.6.26] Τότε οι βάρβαροι που ήταν στο δρόμο, επειδή είδαν πως νικήθηκαν οι δικοί τους στα υψώματα, το βάζουν στα πόδια. Λίγοι απ᾽ αυτούς σκοτώθηκαν, έπεσαν όμως στα χέρια των Ελλήνων πάρα πολλές ασπίδες από κλωνάρια λυγαριάς, που τις αχρήστευαν κόβοντάς τις με τα μαχαίρια. [4.6.27] Όταν ανέβηκαν στα υψώματα, θυσίασαν κι έστησαν τρόπαιο, κι ύστερα κατέβηκαν στον κάμπο και πήγαν σε χωριά, που ήταν γεμάτα από πολλά τρόφιμα.