Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.13.1-2.15.3)
[2.13.1] Τῶν δή τις ἀγροίκων ἐς ἀνολκὴν λίθου θλίβοντος τὰ πατηθέντα βοτρύδια χρῄζων σχοίνου, τῆς πρότερον ῥαγείσης, κρύφα ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἐλθών, ἀφρουρήτῳ τῇ νηῒ προσελθών, τὸ πεῖσμα ἐκλύσας, οἴκαδε κομίσας ἐς ὅ τι ἔχρῃζεν ἐχρήσατο. [2.13.2] Ἕωθεν οὖν οἱ Μηθυμναῖοι νεανίσκοι ζήτησιν ἐποιοῦντο τοῦ πείσματος καὶ —ὡμολόγει γὰρ οὐδεὶς τὴν κλοπὴν— ὀλίγα μεμψάμενοι τοὺς ξενοδόχους ἀπέπλεον· καὶ σταδίους τριάκοντα παρελάσαντες προσορμίζονται τοῖς ἀγροῖς, ἐν οἷς ᾤκουν ὁ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη· ἐδόκει γὰρ αὐτοῖς καλὸν εἶναι τὸ πεδίον ἐς θήραν λαγῶν. [2.13.3] Σχοῖνον μὲν οὖν οὐκ εἶχον ὥστε ἐκδήσασθαι πεῖσμα· λύγον δὲ χλωρὰν μακρὰν στρέψαντες ὡς σχοῖνον, ταύτῃ τὴν ναῦν ἐκ τῆς πρύμνης ἄκρας εἰς τὴν γῆν ἔδησαν· ἔπειτα τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῖν ἐν ταῖς εὐκαίροις φαινομέναις τῶν ὁδῶν ἐλινοστάτουν. [2.13.4] Οἱ μὲν δὴ κύνες ἅμα ὑλακῇ διαθέοντες ἐφόβησαν τὰς αἶγας· αἱ δὲ τὰ ὀρεινὰ καταλιποῦσαι μᾶλλόν τι πρὸς τὴν θάλασσαν ὥρμησαν· ἔχουσαι δὲ οὐδὲν ἐν ψάμμῳ τρώξιμον, ἐλθοῦσαι πρὸς τὴν ναῦν αἱ θρασύτεραι αὐτῶν τὴν λύγον τὴν χλωράν, ᾗ δέδετο ἡ ναῦς, ἀπέφαγον. |
[2.13.1] Κάποιος χωρικός χρειάστηκε σκοινί για ν᾽ ανεβάζει το λιθάρι που έλιωνε τις πατημένες ρώγες, επειδή το προηγούμενο σκοινί τού είχε κοπεί. Πήγε λοιπόν κρυφά στο γιαλό, σίμωσε στο αφύλαχτο καράβι, έλυσε το παλαμάρι και το πήρε σπίτι του να το μεταχειριστεί για τη δουλειά του. [2.13.2] Όταν ξημέρωσε, οι νεαροί Μηθυμνιώτες αποζήτησαν το παλαμάρι και, καθώς κανένας δεν ομολογούσε ότι το ᾽χε κλέψει, παραπονέθηκαν λίγο σ᾽ αυτούς που τους είχαν φιλοξενήσει κι έφυγαν. Αφού προχώρησαν γιαλό-γιαλό τέσσερα μίλια, άραξαν στην περιοχή όπου ζούσαν ο Δάφνης και η Χλόη, γιατί ο κάμπος τούς φάνηκε καλός για το κυνήγι του λαγού. [2.13.3] Μιας και δεν είχαν λοιπόν σκοινί για παλαμάρι, έπλεξαν ένα είδος σκοινί από μακριές χλωρές λυγαριές και με τούτο έδεσαν το ποδόσταμα του καραβιού στη στεριά. Κατόπι αμόλησαν τα σκυλιά να οδηγηθούν από τις μυρωδιές, και σ᾽ όσα περάσματα έκριναν κατάλληλα έστησαν δίχτυα. [2.13.4] Τα σκυλιά άρχισαν να τρέχουν γαβγίζοντας, τόσο που οι γίδες τρόμαξαν και φεύγοντας από τους λόφους ροβόλησαν κατά τη θάλασσα. Καθώς όμως δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε στην αμμουδιά, οι πιο τολμηρές από δαύτες πήγαν στο καράβι κι έφαγαν τη λυγαριά που του χρησίμευε για παλαμάρι. |