Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.7.1-2.8.5)
[2.7.1] Πάνυ ἐτέρφθησαν ὥσπερ μῦθον οὐ λόγον ἀκούοντες καὶ ἐπυνθάνοντο τί ἐστί ποτε ὁ Ἔρως, πότερα παῖς ἢ ὄρνις, καὶ τί δύναται. Πάλιν οὖν ὁ Φιλητᾶς ἔφη· «θεός ἐστιν, ὦ παῖδες, ὁ Ἔρως, νέος καὶ καλὸς καὶ πετόμενος· διὰ τοῦτο καὶ νεότητι χαίρει καὶ κάλλος διώκει καὶ τὰς ψυχὰς ἀναπτεροῖ. [2.7.2] Δύναται δὲ τοσοῦτον ὅσον οὐδὲ ὁ Ζεύς. Κρατεῖ μὲν στοιχείων, κρατεῖ δὲ ἄστρων, κρατεῖ δὲ τῶν ὁμοίων θεῶν· οὐδὲ ὑμεῖς τοσοῦτον τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων. [2.7.3] Τὰ ἄνθη πάντα Ἔρωτος ἔργα· τὰ φυτὰ ταῦτα τούτου ποιήματα· διὰ τοῦτον καὶ ποταμοὶ ῥέουσι καὶ ἄνεμοι πνέουσιν. [2.7.4] Ἔγνων δὲ ἐγὼ καὶ ταῦρον ἐρασθέντα, καὶ ὡς οἴστρῳ πληγεὶς ἐμυκᾶτο· καὶ τράγον φιλήσαντα αἶγα, καὶ ἠκολούθει πανταχοῦ. Αὐτὸς μὲν γὰρ ἤμην νέος καὶ ἠράσθην Ἀμαρυλλίδος· καὶ οὔτε τροφῆς ἐμεμνήμην οὔτε ποτὸν προσεφερόμην οὔτε ὕπνον ᾑρούμην. [2.7.5] Ἤλγουν τὴν ψυχήν, τὴν καρδίαν ἐπαλλόμην, τὸ σῶμα ἐψυχόμην· ἐβόων ὡς παιόμενος, ἐσιώπων ὡς νεκρούμενος, εἰς ποταμοὺς ἐνέβαινον ὡς καόμενος. [2.7.6] Ἐκάλουν τὸν Πᾶνα βοηθόν, ὡς καὶ αὐτὸν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα· ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ᾽ ἐμὲ καλοῦσαν· κατέκλων τὰς σύριγγας, ὅτι μοι τὰς μὲν βοῦς ἔθελγον, Ἀμαρυλλίδα δὲ οὐκ ἦγον. [2.7.7] Ἔρωτος γὰρ οὐδὲν φάρμακον, οὐ πινόμενον, οὐκ ἐσθιόμενον, οὐκ ἐν ᾠδαῖς λαλούμενον, ὅτι μὴ φίλημα καὶ περιβολὴ καὶ συγκατακλιθῆναι γυμνοῖς σώμασι.» |
[2.7.1] Τα παιδιά καταδιασκέδασαν, λες κι άκουγαν παραμύθι κι όχι σοβαρή κουβέντα, και γύρεψαν να μάθουν τί λογής πλάσμα είν᾽ ο Έρωτας, παιδί ή πουλί, και ποιά η δύναμή του. Πάλι λοιπόν μίλησεν ο Φιλητάς: «Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις ψυχές. [2.7.2] Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία, κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. [2.7.3] Όλα τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. [2.7.4] Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα — και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. [2.7.5] Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. [2.7.6] Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά. Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες, που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. [2.7.7] Για τον έρωτα δεν υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια — παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά-κοντά με τα κορμιά γυμνά». |