[2.24.1] Βλέποντας κι ακούγοντας τούτα ο Δάφνης πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο και, δακρύζοντας από χαρά και λύπη συνάμα, προσκύνησε τ᾽ αγάλματα των Νυμφών και τους έταξε, αν σωζόταν η Χλόη, να τους θυσιάσει την καλύτερή του γίδα. [2.24.2] Κατόπι έτρεξε στην κουκουναριά όπου ένα άγαλμα παράσταινε τον Πάνα, τραγοπόδη και με κέρατα, να κρατάει με το ᾽να χέρι φλογέρα και με τ᾽ άλλο έναν τράγο πηδηχτό· προσκύνησε και τούτον, προσευχήθηκε για τη Χλόη κι υποσχέθηκε να του θυσιάσει έναν τράγο. [2.24.3] Μόλις κατά το ηλιοβασίλεμα άφησε τα δάκρυα και τις προσευχές, μάζεψε τις φυλλωσιές που είχε κόψει και ξαναγύρισε στο σπίτι. Ο Λάμων και οι άλλοι, που τον έκλαιγαν κιόλας, ησύχασαν, [2.24.4] κι ο Δάφνης έφαγε και πλάγιασε να κοιμηθεί. Μήτε και τώρα ωστόσο δε στέρεψαν τα δάκρυά του· προσευχόταν να δει ξανά τις Νύμφες στ᾽ όνειρό του και να ξημερώσει γρήγορα η μέρα όπου του ᾽χαν τάξει ότι θα ξανάβλεπε τη Χλόη. Εκείνη τη νύχτα, που του φάνηκε πιο ατέλειωτη από κάθε άλλη, έγιναν τ᾽ ακόλουθα: [2.25.1] Όταν οι Μηθυμνιώτες ξεμάκρυναν κάπου ένα μίλι, ο στρατηγός τους αποφάσισε να ξεκουράσει τους στρατιώτες του, που είχαν αποκάμει με την επιδρομή. [2.25.2] Ήταν εκεί κοντά ένας κάβος που έμπαινε στη θάλασσα σε σχήμα μισοφέγγαρου, έτσι που μέσα στον όρμο τα νερά ήταν πιο γαλήνια κι από λιμάνι. Σ᾽ αυτό το μέρος έβαλε τα καράβια να ρίξουν άγκυρα στ᾽ ανοιχτά, για να μην μπορούν να πειράξουν κανένα οι χωρικοί από τη στεριά, κι έδωσε άδεια στους Μηθυμνιώτες να γλεντήσουν ειρηνικά. [2.25.3] Τούτοι, έχοντας απ᾽ όλα αφθονία χάρη στο κούρσος, στρώθηκαν στο πιοτό και στο παιχνίδι σα να γιόρταζαν καμιά νίκη. Λίγο αφού σκοτείνιασε ωστόσο, καθώς το γλέντι σίμωνε στο τέλος του, έμοιασε ξάφνου να φεγγοβολάει όλη η γης από φλόγες, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε κρότος σαν πλατάγιασμα από κουπιά, λες κι ερχόταν καταπάνω τους ολάκερος στόλος. [2.25.4] Άλλοι φώναζαν «στα όπλα!», άλλοι έκραζαν το στρατηγό κι άλλοι πάλι, νομίζοντας ότι είχαν χτυπηθεί, κείτονταν σα νεκροί. Θαρρούσες πως έβλεπες νυχτερινή μάχη δίχως εχθρούς. [2.26.1] Ύστερα από τέτοια νύχτα που πέρασαν, ήρθε μέρα πολύ τρομερότερη απ᾽ τη νύχτα. Οι τράγοι κι οι γίδες του Δάφνη βρέθηκαν να ᾽χουν τσαμπιά από κισσό στα κέρατα, ενώ τα κριάρια κι οι προβατίνες της Χλόης ούρλιαζαν σα λύκοι, [2.26.2] κι η ίδια φάνηκε στεφανωμένη με κουκουναριά. Αλλά και στη θάλασσα γίνονταν σημεία και τέρατα: οι άγκυρες, που οι ναύτες προσπαθούσαν να σηκώσουν, έμεναν κολλημένες στο βυθό· όταν δοκίμαζαν να λάμουν γίνονταν κομμάτια τα κουπιά· δελφίνια ξεπηδούσαν από τα νερά και με τις ουρές τους χτυπούσαν και τσάκιζαν τα γοφιά των καραβιών. [2.26.3] Συνάμα ακουγόταν από πάνω απ᾽ τον απότομο βράχο του κάβου ήχος φλογέρας — μόνο που δεν ήταν απαλός σαν τη συνηθισμένη φλογέρα, παρά τρόμαζε όσους τον άκουγαν, σα σάλπισμα πολεμικό. [2.26.4] Τα ᾽χασαν οι Μηθυμνιώτες, έτρεχαν στα όπλα, φώναζαν «εχθρός» αν κι ο εχθρός ήταν άφαντος — τόσο που δεν έβλεπαν την ώρα να νυχτώσει ξανά, μήπως και πετύχουν τότε ανακωχή. [2.26.5] Τώρα για κάθε μυαλωμένο άνθρωπο ήταν ολοφάνερο τί συνέβαινε: ότι δηλαδή αυτές οι πλανερές οπτασίες κι οι κρότοι ήταν από τον Πάνα, που για κάποιο λόγο είχε θυμώσει με τους ναύτες. Την αιτία μολοτούτο δεν τη μάντευαν, μιας και δεν είχαν πειράξει κανένα ιερό του θεού, ώσπου κατά το μεσημέρι αποκοιμήθηκε ο στρατηγός —όχι χωρίς θεϊκή επέμβαση— και τότε του παρουσιάστηκε ο ίδιος ο Παν, λέγοντας πάνω-κάτω τούτα: |