Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.16.1-2.19.3)

[2.16.1] Τοσαῦτα οἱ Μηθυμναῖοι κατηγόρησαν· ὁ δὲ Δάφνις διέκειτο μὲν κακῶς ὑπὸ τῶν πληγῶν, Χλόην δὲ ὁρῶν παροῦσαν πάντων κατεφρόνει καὶ ὧδε εἶπεν· «Ἐγὼ νέμω τὰς αἶγας καλῶς. Οὐδέποτε ᾐτιάσατο κωμήτης οὐδὲ εἷς ὡς ἢ κῆπόν τινος αἲξ ἐμὴ κατεβοσκήσατο ἢ ἄμπελον βλαστάνουσαν κατέκλασεν. [2.16.2] Οὗτοι δέ εἰσι κυνηγέται πονηροὶ καὶ κύνας ἔχουσι κακῶς πεπαιδευμένους, οἵτινες τρέχοντες πολλὰ καὶ ὑλακτοῦντες σκληρὰ κατεδίωξαν αὐτὰς ἐκ τῶν ὀρῶν καὶ τῶν πεδίων ἐπὶ τὴν θάλασσαν, ὥσπερ λύκοι. [2.16.3] Ἀλλὰ ἀπέφαγον τὴν λύγον· οὐ γὰρ εἶχον ἐν ψάμμῳ πόαν ἢ κόμαρον ἢ θύμον· Ἀλλὰ ἀπώλετο ἡ ναῦς ὑπὸ τοῦ πνεύματος καὶ τῆς θαλάσσης· ταῦτα χειμῶνος, οὐκ αἰγῶν ἐστιν ἔργα. Ἀλλὰ ἐσθὴς ἐνέκειτο καὶ ἄργυρος· καὶ τίς πιστεύσει νοῦν ἔχων ὅτι τοσαῦτα φέρουσα ναῦς πεῖσμα εἶχε λύγον;»
[2.17.1] Τούτοις ἐπεδάκρυσεν ὁ Δάφνις καὶ εἰς οἶκτον ὑπηγάγετο τοὺς ἀγροίκους πολύν, ὥστε ὁ Φιλητᾶς, ὁ δικαστής, ὤμνυε Πᾶνα καὶ Νύμφας μηδὲν ἀδικεῖν Δάφνιν, ἀλλὰ μηδὲ τὰς αἶγας, τὴν δὲ θάλασσαν καὶ τὸν ἄνεμον, ὧν ἄλλους εἶναι δικαστάς. [2.17.2] Οὐκ ἔπειθε ταῦτα Φιλητᾶς Μηθυμναίους λέγων, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ὀργῆς ὁρμήσαντες ἦγον τὸν Δάφνιν πάλιν καὶ συνδεῖν ἤθελον. [2.17.3] Ἐνταῦθα οἱ κωμῆται ταραχθέντες ἐπιπηδῶσιν αὐτοῖς ὡσεὶ ψᾶρες ἢ κολοιοί· καὶ ταχὺ μὲν ἀφαιροῦνται τὸν Δάφνιν ἤδη καὶ αὐτὸν μαχόμενον, ταχὺ δὲ ξύλοις παίοντες ἐκείνους εἰς φυγὴν ἔτρεψαν· ἀπέστησαν δὲ οὐ πρότερον ἔστε τῶν ὅρων αὐτοὺς ἐξήλασαν ἐς ἄλλους ἀγρούς.
[2.18.1] Διωκόντων δὴ τοὺς Μηθυμναίους ἐκείνων ἡ Χλόη κατὰ πολλὴν ἡσυχίαν ἄγει πρὸς τὰς Νύμφας τὸν Δάφνιν καὶ ἀπονίπτει τε τὸ πρόσωπον ᾑμαγμένον ἐκ τῶν ῥινῶν ῥαγεισῶν ὑπὸ πληγῆς τινος, καὶ τῆς πήρας προκομίσασα ζυμίτου μέρος καὶ τυροῦ τμῆμά τι, δίδωσι φαγεῖν· τό τε μάλιστα ἀνακτησόμενον αὐτόν, φίλημα ἐφίλησε μελιτῶδες ἁπαλοῖς τοῖς χείλεσι.
[2.19.1] Τότε μὲν δὴ παρὰ τοσοῦτον Δάφνις ἦλθε κακοῦ. Τὸ δὲ πρᾶγμα οὐ ταύτῃ πέπαυτο, ἀλλ᾽ ἐλθόντες οἱ Μηθυμναῖοι μόλις εἰς τὴν ἑαυτῶν, ὁδοιπόροι μὲν ἀντὶ ναυτῶν, τραυματίαι δὲ ἀντὶ τρυφώντων, ἐκκλησίαν τε συνήγαγον τῶν πολιτῶν καὶ ἱκετηρίας θέντες ἱκέτευον τιμωρίας ἀξιωθῆναι· [2.19.2] τῶν μὲν ἀληθῶν λέγοντες οὐδὲ ἕν, μὴ καὶ πρὸς καταγέλαστοι γένοιντο τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα παθόντες ὑπὸ ποιμένων, κατηγοροῦντες δὲ Μιτυληναίων, ὡς τὴν ναῦν ἀφελομένων καὶ τὰ χρήματα διαρπασάντων πολέμου νόμῳ. [2.19.3] Οἱ δὲ πιστεύοντες διὰ τὰ τραύματα καὶ νεανίσκοις τῶν πρώτων παρ᾽ αὐτοῖς οἰκιῶν τιμωρῆσαι δίκαιον νομίζοντες Μιτυληναίοις μὲν πόλεμον ἀκήρυκτον ἐψηφίσαντο· τὸν δὲ στρατηγὸν ἐκέλευσαν δέκα ναῦς καθελκύσαντα κακουργεῖν αὐτῶν τὴν παραλίαν· πλησίον γὰρ χειμῶνος ὄντος οὐκ ἦν ἀσφαλὲς μείζονα στόλον πιστεύειν τῇ θαλάσσῃ.

[2.16.1] Τέτοιο στάθηκε το κατηγορητήριο των Μηθυμνιωτών. Ο Δάφνης ήταν σε κακά χάλια από τα χτυπήματα, βλέποντας όμως τη Χλόη που ήταν εκεί τ᾽ αψήφησε όλα κι είπε: «Εγώ βόσκω καλά τις γίδες μου. Ποτέ δεν παραπονέθηκε ούτε ένας συγχωριανός ότι δική μου γίδα βόσκησε σε κήπο ή ότι έσπασε καινούριο αμπέλι. [2.16.2] Τούτοι δω όμως είναι αδέξιοι κυνηγοί κι έχουν κακομάθει τα σκυλιά τους. Αυτά είναι που χάλασαν τον κόσμο με τα τρεχάματα και τα γαβγίσματα, κυνηγώντας τις γίδες σα να ᾽ταν λύκοι, και τις έδιωξαν από τις πλαγιές και τον κάμπο προς τη θάλασσα. [2.16.3] Αν έφαγαν τη λυγαριά, είναι γιατί στην αμμουδιά δεν είχε ούτε χόρτο, ούτε κουμάρι, ούτε θυμάρι. Μάλιστα, χάθηκε το καράβι από τον άνεμο και τη θάλασσα — για τούτο ωστόσο φταίει η φουρτούνα, όχι οι γίδες. Λένε βέβαια ότι ήταν γεμάτο ρούχα και χρήματα. Αλλά ποιός μυαλωμένος άνθρωπος θα πιστέψει ότι καράβι με τέτοιο φορτίο είχε λυγαριά για παλαμάρι;»
[2.17.1] Καθώς τα ᾽λεγε αυτά, ο Δάφνης έβαλε τα κλάματα κι οι χωρικοί τον καταλυπήθηκαν, τόσο που ο Φιλητάς πήρε όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες ότι κανένα φταίξιμο δεν είχαν μήτε ο Δάφνης, μήτε κι οι γίδες, παρά μόνο η θάλασσα κι ο άνεμος που δεν μπορούσε εκείνος να δικάσει. [2.17.2] Ωστόσο τα λόγια του Φιλητά δεν έπεισαν τους Μηθυμνιώτες, και ρίχτηκαν ξανά θυμωμένοι στον Δάφνη προσπαθώντας να τον δέσουν. [2.17.3] Τότε όμως αγρίεψαν οι χωρικοί και χύμηξαν καταπάνω τους όμοιοι με μαυροπούλια ή καλιακούδες. Γρήγορα ελευθέρωσαν τον Δάφνη, που μπήκε τότε κι ο ίδιος στον καβγά, κι άρχισαν να τους χτυπάνε με ρόπαλα. Οι Μηθυμνιώτες δεν άργησαν να το βάλουν στα πόδια, μα οι άλλοι δε σταμάτησαν παρά μόνο αφού τους έδιωξαν πέρα απ᾽ την περιοχή τους, σ᾽ άλλα κτήματα.
[2.18.1] Ενώ εκείνοι κυνηγούσαν τους Μηθυμνιώτες, η Χλόη οδήγησε ήσυχα-ήσυχα τον Δάφνη στις Νύμφες και του ᾽πλυνε το πρόσωπο, γιατί είχε καταματώσει από ένα χτύπημα που του είχε ανοίξει τη μύτη. Ύστερα έβγαλε από το ταγάρι και του ᾽δωσε να φάει ένα κομμάτι ανεβατό ψωμί και λίγο τυρί, κι αφού τον συνέφερε του ᾽δωσε με τ᾽ απαλά της χείλια ένα φιλί γλυκό σα μέλι.
[2.19.1] Έτσι λοιπόν γλίτωσε κείνη τη φορά παρά λίγο ο Δάφνης τη συμφορά. Η υπόθεση όμως δεν τέλειωσε εκεί. Οι Μηθυμνιώτες γύρισαν στον τόπο τους με χίλια βάσανα — με τα πόδια αντί για καράβι, με πληγές αντί για καλοπέραση. Κάλεσαν τότε τους συμπολίτες τους σε συνέλευση, παρουσιάστηκαν στεφανωμένοι σαν ικέτες και γύρεψαν εκδίκηση. [2.19.2] Λέξη δεν είπαν για τ᾽ αληθινά γεγονότα, για να μη γελοιοποιηθούν ότι έπαθαν τόσα και τέτοια από βοσκούς, παρά κατηγόρησαν τους Μυτιληνιούς ότι τους πήραν το καράβι και τους άρπαξαν τα χρήματα σα να ᾽χαν πόλεμο. [2.19.3] Οι Μηθυμνιώτες, βλέποντάς τους λαβωμένους, τους πίστεψαν κι έκριναν δίκαιο να παρασταθούν σε νέους που ήταν από τα πρώτα σπίτια της πόλης τους. Ψήφισαν λοιπόν να επιτεθούν δίχως προειδοποίηση στους Μυτιληνιούς, και πρόσταξαν το στρατηγό να βγάλει στη θάλασσα δέκα πλοία και να κάνει επιδρομές στα παράλιά τους· καθώς ο χειμώνας σίμωνε, δε θα ᾽ταν φρόνιμο να ριψοκινδυνέψουν πιο μεγάλο στόλο στο πέλαγο.