[2.16.1] Τέτοιο στάθηκε το κατηγορητήριο των Μηθυμνιωτών. Ο Δάφνης ήταν σε κακά χάλια από τα χτυπήματα, βλέποντας όμως τη Χλόη που ήταν εκεί τ᾽ αψήφησε όλα κι είπε: «Εγώ βόσκω καλά τις γίδες μου. Ποτέ δεν παραπονέθηκε ούτε ένας συγχωριανός ότι δική μου γίδα βόσκησε σε κήπο ή ότι έσπασε καινούριο αμπέλι. [2.16.2] Τούτοι δω όμως είναι αδέξιοι κυνηγοί κι έχουν κακομάθει τα σκυλιά τους. Αυτά είναι που χάλασαν τον κόσμο με τα τρεχάματα και τα γαβγίσματα, κυνηγώντας τις γίδες σα να ᾽ταν λύκοι, και τις έδιωξαν από τις πλαγιές και τον κάμπο προς τη θάλασσα. [2.16.3] Αν έφαγαν τη λυγαριά, είναι γιατί στην αμμουδιά δεν είχε ούτε χόρτο, ούτε κουμάρι, ούτε θυμάρι. Μάλιστα, χάθηκε το καράβι από τον άνεμο και τη θάλασσα — για τούτο ωστόσο φταίει η φουρτούνα, όχι οι γίδες. Λένε βέβαια ότι ήταν γεμάτο ρούχα και χρήματα. Αλλά ποιός μυαλωμένος άνθρωπος θα πιστέψει ότι καράβι με τέτοιο φορτίο είχε λυγαριά για παλαμάρι;» [2.17.1] Καθώς τα ᾽λεγε αυτά, ο Δάφνης έβαλε τα κλάματα κι οι χωρικοί τον καταλυπήθηκαν, τόσο που ο Φιλητάς πήρε όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες ότι κανένα φταίξιμο δεν είχαν μήτε ο Δάφνης, μήτε κι οι γίδες, παρά μόνο η θάλασσα κι ο άνεμος που δεν μπορούσε εκείνος να δικάσει. [2.17.2] Ωστόσο τα λόγια του Φιλητά δεν έπεισαν τους Μηθυμνιώτες, και ρίχτηκαν ξανά θυμωμένοι στον Δάφνη προσπαθώντας να τον δέσουν. [2.17.3] Τότε όμως αγρίεψαν οι χωρικοί και χύμηξαν καταπάνω τους όμοιοι με μαυροπούλια ή καλιακούδες. Γρήγορα ελευθέρωσαν τον Δάφνη, που μπήκε τότε κι ο ίδιος στον καβγά, κι άρχισαν να τους χτυπάνε με ρόπαλα. Οι Μηθυμνιώτες δεν άργησαν να το βάλουν στα πόδια, μα οι άλλοι δε σταμάτησαν παρά μόνο αφού τους έδιωξαν πέρα απ᾽ την περιοχή τους, σ᾽ άλλα κτήματα. [2.18.1] Ενώ εκείνοι κυνηγούσαν τους Μηθυμνιώτες, η Χλόη οδήγησε ήσυχα-ήσυχα τον Δάφνη στις Νύμφες και του ᾽πλυνε το πρόσωπο, γιατί είχε καταματώσει από ένα χτύπημα που του είχε ανοίξει τη μύτη. Ύστερα έβγαλε από το ταγάρι και του ᾽δωσε να φάει ένα κομμάτι ανεβατό ψωμί και λίγο τυρί, κι αφού τον συνέφερε του ᾽δωσε με τ᾽ απαλά της χείλια ένα φιλί γλυκό σα μέλι. [2.19.1] Έτσι λοιπόν γλίτωσε κείνη τη φορά παρά λίγο ο Δάφνης τη συμφορά. Η υπόθεση όμως δεν τέλειωσε εκεί. Οι Μηθυμνιώτες γύρισαν στον τόπο τους με χίλια βάσανα — με τα πόδια αντί για καράβι, με πληγές αντί για καλοπέραση. Κάλεσαν τότε τους συμπολίτες τους σε συνέλευση, παρουσιάστηκαν στεφανωμένοι σαν ικέτες και γύρεψαν εκδίκηση. [2.19.2] Λέξη δεν είπαν για τ᾽ αληθινά γεγονότα, για να μη γελοιοποιηθούν ότι έπαθαν τόσα και τέτοια από βοσκούς, παρά κατηγόρησαν τους Μυτιληνιούς ότι τους πήραν το καράβι και τους άρπαξαν τα χρήματα σα να ᾽χαν πόλεμο. [2.19.3] Οι Μηθυμνιώτες, βλέποντάς τους λαβωμένους, τους πίστεψαν κι έκριναν δίκαιο να παρασταθούν σε νέους που ήταν από τα πρώτα σπίτια της πόλης τους. Ψήφισαν λοιπόν να επιτεθούν δίχως προειδοποίηση στους Μυτιληνιούς, και πρόσταξαν το στρατηγό να βγάλει στη θάλασσα δέκα πλοία και να κάνει επιδρομές στα παράλιά τους· καθώς ο χειμώνας σίμωνε, δε θα ᾽ταν φρόνιμο να ριψοκινδυνέψουν πιο μεγάλο στόλο στο πέλαγο. |