[2.13.1] Κάποιος χωρικός χρειάστηκε σκοινί για ν᾽ ανεβάζει το λιθάρι που έλιωνε τις πατημένες ρώγες, επειδή το προηγούμενο σκοινί τού είχε κοπεί. Πήγε λοιπόν κρυφά στο γιαλό, σίμωσε στο αφύλαχτο καράβι, έλυσε το παλαμάρι και το πήρε σπίτι του να το μεταχειριστεί για τη δουλειά του. [2.13.2] Όταν ξημέρωσε, οι νεαροί Μηθυμνιώτες αποζήτησαν το παλαμάρι και, καθώς κανένας δεν ομολογούσε ότι το ᾽χε κλέψει, παραπονέθηκαν λίγο σ᾽ αυτούς που τους είχαν φιλοξενήσει κι έφυγαν. Αφού προχώρησαν γιαλό-γιαλό τέσσερα μίλια, άραξαν στην περιοχή όπου ζούσαν ο Δάφνης και η Χλόη, γιατί ο κάμπος τούς φάνηκε καλός για το κυνήγι του λαγού. [2.13.3] Μιας και δεν είχαν λοιπόν σκοινί για παλαμάρι, έπλεξαν ένα είδος σκοινί από μακριές χλωρές λυγαριές και με τούτο έδεσαν το ποδόσταμα του καραβιού στη στεριά. Κατόπι αμόλησαν τα σκυλιά να οδηγηθούν από τις μυρωδιές, και σ᾽ όσα περάσματα έκριναν κατάλληλα έστησαν δίχτυα. [2.13.4] Τα σκυλιά άρχισαν να τρέχουν γαβγίζοντας, τόσο που οι γίδες τρόμαξαν και φεύγοντας από τους λόφους ροβόλησαν κατά τη θάλασσα. Καθώς όμως δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε στην αμμουδιά, οι πιο τολμηρές από δαύτες πήγαν στο καράβι κι έφαγαν τη λυγαριά που του χρησίμευε για παλαμάρι. [2.14.1] Έτυχε και να φυσήξει από το βουνό και να φουσκώσει λίγο η θάλασσα. Έτσι το άδετο καράβι γρήγορα παρασύρθηκε από το κύμα και βρέθηκε ακυβέρνητο στο πέλαγο. [2.14.2] Όταν το κατάλαβαν οι Μηθυμνιώτες, άλλοι έτρεξαν στην παραλία κι άλλοι περιμάζεψαν τα σκυλιά· συνάμα έβαλαν όλοι τέτοιες φωνές, που τους άκουσε και μαζεύτηκε όσος κόσμος βρισκόταν στα κοντινά υποστατικά. Τίποτα ωστόσο δεν μπορούσαν να κάνουν: ο άνεμος δυνάμωνε κι έσπρωχνε το καράβι ακράτητα με το ρεύμα. [2.14.3] Τότε οι Μηθυμνιώτες, που πάθαιναν μεγάλη ζημιά, αποζήτησαν τον βοσκό των γιδιών και βρίσκοντας τον Δάφνη βάλθηκαν να τον χτυπάνε και να τον γδύνουν· ένας μάλιστα πήρε ένα λουρί σκύλου και δοκίμασε να του δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη. [2.14.4] Ο Δάφνης ωστόσο φώναζε απ᾽ τα χτυπήματα και παρακαλούσε τους χωρικούς, κι ιδίως τον Λάμωνα και τον Δρύα, να τον βοηθήσουν. Τούτοι, καλοδεμένοι γέροι με χέρια σκληραγωγημένα από τις δουλειές στα χωράφια, τον υπερασπίστηκαν απαιτώντας να γίνει δίκη για την υπόθεση. [2.15.1] Τα ίδια υποστήριξαν κι οι άλλοι, κι όρισαν δικαστή τον Φιλητά το γελαδάρη, που ήταν ο γεροντότερος απ᾽ όσους βρίσκονταν εκεί κι είχε φήμη πολύ δίκαιου ανθρώπου ανάμεσα στους χωρικούς. Πρώτοι μίλησαν οι Μηθυμνιώτες, διατυπώνοντας την κατηγορία καθαρά και σύντομα μιας κι είχαν να κάνουν με γελαδάρη για δικαστή: [2.15.2] «Ήρθαμε σε τούτο τον κάμπο για κυνήγι. Δέσαμε το καράβι μας με λυγαριά χλωρή και τ᾽ αφήσαμε στο γιαλό ενώ πηγαίναμε με τα σκυλιά να βρούμε κυνήγι. Στο μεταξύ οι γίδες τουτουνού κατέβηκαν στην παραλία, έφαγαν τη λυγαριά κι έφυγε το καράβι. [2.15.3] Το είδες που αρμενίζει ακυβέρνητο στη θάλασσα; Ξέρεις τί βιος έχει μέσα, τί ρούχα χάθηκαν, τί στολίδια των σκυλιών, τί χρήματα; Έφταναν για ν᾽ αγοράσει κανένας τούτα τα υποστατικά. Γι᾽ αυτό κι εμείς απαιτούμε, γι᾽ αποζημίωση, να πάρουμε αυτόν εδώ, που είναι και κακός γιδάς μιας και βόσκει τις γίδες του στη θάλασσα, λες κι είναι ναύτης». |