620Τέτοια τα λόγια που συνομιλούσαν μεταξύ τους.
Την ίδιαν ώρα προχωρούσαν κι οι συνδαιτυμόνες στο παλάτι
του τιμημένου βασιλιά, μαζί τους φέρνοντας αρνιά και δυνατό κρασί,
όπως το πίνουν οι άντρες. Για το ψωμί φρόντιζαν οι γυναίκες τους,
με τις πανέμορφες μαντίλες στο κεφάλι.
Κι ενώ εκείνοι μέσα στο παλάτι το δείπνο τους συνταίριαζαν,
στο αρχοντικό του Οδυσσέα μπροστά ξέδιναν οι μνηστήρες,
ρίχνοντας δίσκους και λιγνά κοντάρια σε καλοστρωμένο στίβο,
όπου συνήθιζαν και πριν να παίζουν
οι επηρμένοι κι αλαζόνες.
Εκεί ο Αντίνοος μαζί τους καθισμένος, ο Ευρύμαχος θεόμορφος,
οι πρώτοι των μνηστήρων, κι οι δυο τους με μεγάλη υπόληψη.
630Τότε πλησίασε ο Νοήμονας, του Φρόνιου γιος,
που τον Αντίνοο ρώτησε μιλώντας:
«Αντίνοε, ξέρουμε άραγε, ή μήπως όχι, πότε ο Τηλέμαχος
γυρίζει από τις αμμουδιές της Πύλου;
Μου πήρε το καράβι κι έφυγε, και τώρα το ᾽χω ανάγκη.
Ήθελα να περάσω στα πεδινά της Ήλιδας, εκεί που βόσκουν
δώδεκα φοράδες κι αδάμαστα καματερά μουλάρια —
ένα τους έλεγα να το ᾽φερνα, για να το βάλω στον ζυγό.»
Έτσι τους μίλησε, κι εκείνοι τα ᾽χασαν! Δεν το φαντάζονταν
πως πράγματι έφυγε στην Πύλο του Νηλέα· αλλά πως είναι
640κάπου γύρω στα χωράφια, στα πρόβατά του ή στου χοιροβοσκού.
Τότε ανυπόμονος του μίλησε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη:
«Πες μου αμέσως την αλήθεια· έφυγε πότε; ποια παλληκάρια
τον συνόδεψαν; έφηβοι της Ιθάκης διαλεχτοί; δικοί του ακτήμονες
ή δούλοι; Θα το μπορούσε ασφαλώς κι αυτό.
Αλλ᾽ ομολόγησε ξεκάθαρα και τούτο: θέλω να ξέρω
αν με τη βία, και παρά τη θέλησή σου, πήρε το μελανό καράβι,
ή θέλησες και το ᾽δωσες, στα παρακάλια του υποχωρώντας.»
Αντιμιλώντας ο Νοήμονας, ο γιος του Φρόνιου, είπε:
«Το ᾽δωσα με τη θέλησή μου· ποιος άλλος θα μπορούσε
650να κάνει αλλιώς, αν τέτοιος άντρας, πνιγμένος στις φροντίδες,
του το ζητούσε επίμονα — δύσκολο ν᾽ αρνηθεί κανείς παρόμοια χάρη.
Κι οι συνοδοί του έφηβοι διαλεχτοί, μέσα στη χώρα οι πρώτοι.
Είδα ωστόσο και τον Μέντορα μαζί τους να ανεβαίνει στο καράβι
αρχηγός — ή μήπως ήταν κάποιος θεός, στην όψη πάντως ίδιος
κι απαράλλαχτος. Αλλά κάτι με κάνει κι απορώ·
τον θείο Μέντορα τον είδα χθες εδώ τα ξημερώματα,
ώρα που θα ᾽πρεπε να βρίσκεται στο πλοίο για την Πύλο.»
Κι αφού αποκρίθηκε, τράβηξε για το σπίτι του πατέρα του.
Οι δυο τους όμως, γέμισε φθόνο η περήφανη ψυχή τους,
είπαν αμέσως στους μνηστήρες να καθήσουν,
τα αθλήματα να σταματήσουν.
660Κι όλος θυμό πήρε ο Αντίνοος τον λόγο, ο γιος του Ευπείθη —
μαύρα τα σωθικά του από το πάθος, φουντωμένα, τα μάτια του
έμοιαζαν με φλόγες αναμμένες:
«Πανάθεμα την τόση αποκοτιά, κατάφερε ο Τηλέμαχος
δουλειά μεγάλη με τούτο το ταξίδι — κι ας λέγαμε πως δεν το κατορθώνει.
Και να τος τώρα· ένα παιδί, σε πείσμα τόσων, έφυγε,
αρμάτωσε καράβι, διάλεξε τους καλύτερους μέσα στη χώρα.
Κι είναι ακόμη στην αρχή του το κακό. Άμποτε ο Δίας
το θράσος του να καταλύσει, προτού περάσει
το κατώφλι της γεμάτης νιότης.
Αλλά να μην καθυστερούμε· δώστε μου γρήγορο καράβι,
670συντρόφους είκοσι, καρτέρι στον γυρισμό του να του στήσω,
θα τον παραφυλάξω στα στενά, στη Σάμη με τα βράχια
ανάμεσα και στην Ιθάκη —
να δει ο θαλασσοπόρος τ᾽ άθλιο τέλος του, που πήγε
να γυρέψει τον πατέρα του.»
Αυτά τους είπε, και συμφώνησαν, όλοι τους τον παρακινούσαν·
πετάχτηκαν επάνω και προχώρησαν στο σπίτι του Οδυσσέα.
Αλλά κι η Πηνελόπη για πολύ δεν έμεινε εντελώς ανίδεη
σ᾽ όσα οι μνηστήρες συνωμότησαν και μέσα τους βυσσοδομούσαν.
Ο κήρυκας, ο Μέδων, αυτός της τα φανέρωσε· έξω γυρίζοντας απ᾽ την αυλή
κρυφάκουσε όλες τις βουλές, που μέσα εκείνοι στην αυλή
έκλωθαν σχέδιο δόλιο.
Τις κάμαρες περνώντας, έτρεξε αμέσως να φέρει το μήνυμα
680στην Πηνελόπη. Κι εκείνη, όπως τον είδε στο κατώφλι, τον ρωτά:
«Κήρυκα, ποιος ο λόγος που αγέρωχοι οι μνηστήρες σ᾽ απόστειλαν εδώ;
Ή μήπως για να πεις στις δούλες του θεϊκού Οδυσσέα,
αφήνοντας τις άλλες τους δουλειές, να στρώσουν για χατίρι τους τραπέζι;
Που να μην έσωναν να παίζουν τους μνηστήρες και να τα βρίσκουν μεταξύ τους·
να ᾽ταν αυτή η τελευταία κι ύστατη φορά που στρώνονται στο δείπνο!
Γι᾽ αυτούς μιλώ, που κάθε τόσο εδώ μαζεύεστε και τα πολλά αγαθά
αφανίζετε, περιουσία του Τηλεμάχου, κι ας μην του λείπει το μυαλό.
Αλήθεια, δεν ακούσατε ποτέ σας να λένε οι πατεράδες σας,
σαν ήσαστε κι εσείς παιδιά, ποιος ήταν και πώς φέρθηκε
ο Οδυσσέας στους γονείς σας;
690Κανένα στον λαό του δεν αδίκησε, λόγο κακό δεν είπε σε κανένα·
όπως το κάνουν άλλοι ισόθεοι βασιλείς, στον ένα δείχνοντας
την έχθρα τους, στον άλλο αγάπη.
Εκείνος όμως ούτε μια φορά δεν παρανόμησε, δεν πείραξε άνθρωπο.
Μα να που τώρα το δικό σας θυμικό, τ᾽ άσχημα έργα σας
όλα τους φανερώνονται — μην περιμένει πια κανείς ευχαριστώ
για ό,τι καλό έχει κάνει.»
|