
Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (4.8.15-4.8.28)
[4.8.15] Όταν ο κάθε λοχαγός πήγε στη θέση του κι οι λόχοι παρατάχτηκαν με τον τρόπο που είπαμε, βρέθηκαν ογδόντα πάνω κάτω λόχοι οπλιτών, που καθένας τους είχε ως εκατό άντρες. Τους πελταστές και τους τοξότες τούς χώρισαν στα τρία, κι έβαλαν άλλους έξω από την αριστερή πτέρυγα, μερικούς έξω από τη δεξιά, κι άλλους στη μέση, εξακόσιους άντρες απάνω κάτω στην κάθε μεριά. [4.8.16] Ύστερα οι στρατηγοί έδωσαν διαταγή να προσευχηθούν οι στρατιώτες στους θεούς. Όταν τέλειωσαν την προσευχή κι έψαλαν τον παιάνα, άρχισαν να προχωρούν. Ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφώντας και οι πελταστές που ήταν μαζί τους βάδιζαν, αφού τοποθετήθηκαν έτσι, ώστε να βρίσκονται έξω από την εχθρική φάλαγγα. [4.8.17] Οι εχθροί όμως, όταν τους είδαν, έτρεξαν απέναντί τους, τοποθετήθηκαν άλλοι στη δεξιά κι άλλοι στην αριστερή πτέρυγα, χωρίστηκαν και δημιούργησαν ένα μεγάλο κενό στη μέση της δικής τους φάλαγγας. [4.8.18] Οι πελταστές πάλι, που βρίσκονταν στο μέρος που ήταν ο αρκαδικός στρατός κι είχαν αρχηγό τον Αισχίνη από την Ακαρνανία, νόμισαν πως το έβαλαν στα πόδια οι εχθροί, και γι᾽ αυτό άρχισαν να τρέχουν ξοπίσω τους με φωνές. Έτσι πρωτοανεβαίνουν αυτοί στο βουνό. Τους ακολουθούσαν όμως και οι Αρκάδες οπλίτες, που τους διοικούσε ο Κλεάνορας ο Ορχομένιος. [4.8.19] Όσο για τους εχθρούς, όταν άρχισαν να τρέχουν δεν σταμάτησαν πια, παρά έφευγαν τραβώντας άλλος από δω κι άλλος από κει. Τότε οι Έλληνες ανέβηκαν όλοι στο βουνό και στρατοπέδεψαν σε πολλά χωριά, όπου υπήρχαν άφθονα τρόφιμα. [4.8.20] Μα δεν παραξενεύτηκαν με τίποτε άλλο απ᾽ όσα είδαν, μονάχα με το ότι εδώ υπήρχαν πολλά σμάρια από μελίσσια. Και όσοι στρατιώτες έφαγαν κερήθρες όλοι έχασαν τα λογικά τους κι έκαναν εμετό και τους έπιανε διάρροια, ώστε κανένας τους δεν μπορούσε να σταθεί ορθός. Αν έτρωγαν λίγο, έμοιαζαν με πολύ μεθυσμένους, αν πολύ, με τρελούς ή με ανθρώπους που πέθαιναν. [4.8.21] Κι ήταν κατάχαμα τόσοι πολλοί ξαπλωμένοι, λες κι είχαν νικηθεί σε μάχη, κι όλους τους είχε πιάσει απελπισία. Την άλλη μέρα δεν πέθανε κανένας, μάλιστα την ίδια ώρα, απάνω κάτω, ήρθαν στα σύγκαλά τους. Την τρίτη και την τέταρτη μέρα άρχισαν να σηκώνονται, σαν να είχαν πάθει δηλητηρίαση. |