[4.7.1] Ύστερα βαδίζοντας πέντε σταθμούς προχώρησαν τριάντα παρασάγγες κι έφτασαν στη χώρα των Ταόχων. Αλλά δεν είχαν τρόφιμα, γιατί οι Τάοχοι κατοικούσαν σε μέρη οχυρωμένα, όπου είχαν κουβαλήσει κι όλες τις τροφές. [4.7.2] Όταν όμως πήγαν σ᾽ έναν τόπο που δεν είχε ούτε πόλη ούτε σπίτια —μονάχα ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και άντρες και γυναίκες και πολλά ζώα— ο Χειρίσοφος έκανε επίθεση σ᾽ αυτό το μέρος, μόλις έφτασε. Και όταν κουράστηκε η πρώτη ομάδα των στρατιωτών, τότε πήγε άλλη και ύστερα άλλη. Γιατί η τοποθεσία ήταν απόκρημνη γύρω γύρω κι έτσι δεν μπορούσαν να την περικυκλώσουν όλοι μαζί. [4.7.3] Μόλις ήρθε και ο Ξενοφώντας με τους στρατιώτες της οπισθοφυλακής και τους πελταστές και τους οπλίτες, τότε ο Χειρίσοφος λέει: «Ήρθατε σε κατάλληλη στιγμή, γιατί η τοποθεσία τούτη πρέπει να κυριευτεί. Ο στρατός θα βρει τρόφιμα, μονάχα αν καταλάβουμε το μέρος αυτό». [4.7.4] Τότε έκαναν σύσκεψη οι δυο τους. Και όταν ο Ξενοφώντας ρώτησε τί τους εμποδίζει να περάσουν μέσα, ο Χειρίσοφος είπε: «Ένα μονάχα πέραμα υπάρχει, αυτό που βλέπεις. Κι όποτε προσπαθεί κανείς να το περάσει, άνθρωποι κυλάνε πέτρες πάνω από κείνο τον ψηλό βράχο. Και όποιον πετύχουν, νά ποιά είναι η κατάντια του». Λέγοντάς τα έδειξε μερικούς άντρες, που τους είχαν τσακίσει τα πόδια και τα πλευρά. [4.7.5] «Κι αν τελειώσουν τις πέτρες, είπε ο Ξενοφώντας, υπάρχει τίποτε άλλο που μας εμποδίζει να περάσουμε; Γιατί απέναντί μας δεν βλέπουμε παρά αυτούς τους λίγους άντρες, κι ανάμεσά τους δυο ή τρεις οπλισμένους. [4.7.6] Ενώ ο τόπος που πρέπει να περάσουμε την ώρα που θα μας χτυπούν οι πέτρες είναι πάνω κάτω ενάμισι πλέθρο, όπως βλέπεις κι εσύ. Απ᾽ αυτή την έκταση σχεδόν ένα πλέθρο είναι δασωμένο με πεύκα μεγάλα, αραιά. Πίσω από τα δέντρα εκείνα αν σταθούν οι άντρες, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτε από τις πέτρες που ρίχνουν ή που κυλάνε οι εχθροί. Υπολείπεται έτσι γύρω στο μισό πλέθρο, που πρέπει να το περάσουμε άμα σταματήσει το πετροβόλημα». [4.7.7] «Μα αμέσως», είπε ο Χειρίσοφος, «μόλις αρχίσουμε να πλησιάζουμε το πευκόδασος, αρχίζουν να ρίχνονται άφθονες οι πέτρες». «Αυτό», είπε ο Ξενοφώντας, «είναι ανάγκη να γίνει, γιατί έτσι θα τελειώσουν τις πέτρες γρηγορότερα. Ας προχωρήσουμε όμως, αν μπορούμε, σε κείνο το μέρος, απ᾽ όπου θα έχουμε να τρέξουμε μικρή απόσταση και θα είναι πάλι εύκολο να γυρίσουμε πίσω, όποτε θέλουμε». [4.7.8] Άρχισαν τότε να προχωρούν ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφώντας και ο λοχαγός Καλλίμαχος ο Παρράσιος. Γιατί από τους λοχαγούς της οπισθοφυλακής, αυτός είχε την αρχηγία εκείνη τη μέρα, ενώ οι άλλοι βρίσκονταν σε σίγουρη θέση. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τράβηξαν κάτω από τα δέντρα ως εβδομήντα άντρες, όχι μαζεμένοι αλλά καθένας χωριστά, με όσο μπορούσαν μεγαλύτερη προφύλαξη. [4.7.9] Ο Αγασίας πάλι ο Στυμφάλιος και ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριο, που ήταν κι αυτοί λοχαγοί της οπισθοφυλακής, και μερικοί άλλοι, στάθηκαν έξω από τα δέντρα. Γιατί δεν θα ήταν ασφαλισμένοι να βρίσκονται ανάμεσα στα δέντρα στρατιώτες περισσότεροι από όσους έχει ένας λόχος. [4.7.10] Τότε ο Καλλίμαχος μηχανεύεται κάποιο τέχνασμα. Έτρεχε δυο τρία βήματα μπροστά από το δέντρο όπου βρισκόταν ο ίδιος, κι όταν έριχναν καταπάνω του πέτρες, υποχωρούσε εύκολα. Σε κάθε τρέξιμό του προς τα εμπρός, ξοδεύονταν πέτρες περισσότερες απ᾽ όσες χωρούν δέκα αμάξια. [4.7.11] Κι ο Αγασίας μόλις βλέπει αυτά που έκανε ο Καλλίμαχος, και το στράτευμα ολόκληρο να τον κοιτάζει, φοβήθηκε μήπως δεν προλάβει να φτάσει πρώτος στην τοποθεσία. Έτσι, χωρίς να φωνάξει ούτε τον Αριστώνυμο που ήταν δίπλα του ούτε τον Ευρύλοχο από τους Λουσούς, που ήταν κι οι δυο φίλοι του, ούτε κανέναν άλλο, προχωρεί μόνος και ξεπερνά όλους τους άλλους. [4.7.12] Ο Καλλίμαχος όμως βλέποντάς τον να περνά, τον πιάνει από το γύρο της ασπίδας. Στο μεταξύ τούς προσπερνά ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριο, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν ο Ευρύλοχος από τους Λουσούς. Γιατί όλοι προσπαθούσαν να φαίνονται γενναίοι και συναγωνίζονταν ο ένας με τον άλλο στην αντρειοσύνη. Έτσι παραβγαίνοντας κυριεύουν το μέρος εκείνο, μια και δεν ξαναρίχτηκε από ψηλά πέτρα, από τη στιγμή που άρχισαν να τρέχουν προς τα εκεί. [4.7.13] Αυτή την ώρα μπορούσε να δει κανείς κάτι το τρομερό που γινόταν. Οι γυναίκες δηλαδή πετούσαν τα παιδιά στους γκρεμούς κι ύστερα έπεφταν κι οι ίδιες κάτω· το ίδιο έκαναν και οι άντρες. Τότε και ο λοχαγός Αινείας ο Στυμφάλιος είδε κάποιον με όμορφη στολή που έτρεχε να πάει να πέσει από τους βράχους, και τον πιάνει για να τον εμποδίσει. [4.7.14] Εκείνος όμως τον παρασέρνει κι έτσι γκρεμίστηκαν κι οι δυο και σκοτώθηκαν. Εκεί οι Έλληνες έπιασαν πολύ λίγους ανθρώπους, βόδια όμως και γαϊδούρια και πρόβατα πολλά. |