[4.1.12] Μόλις ξημέρωσε, μαζεύτηκαν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων κι αποφάσισαν να κρατήσουν τα απαραίτητα και τα πιο δυνατά υποζύγια και με αυτά να συνεχίσουν την πορεία. Τα υπόλοιπα να τ᾽ αφήσουν, καθώς και όλους τους αιχμάλωτους που είχε πιάσει τελευταία ο στρατός. [4.1.13] Γιατί η πορεία γινόταν αργά, επειδή και τα υποζύγια ήταν πολλά και οι αιχμάλωτοι. Εξάλλου πολλοί στρατιώτες έπρεπε να είναι απασχολημένοι με αυτά και να μην παίρνουν μέρος στη μάχη, κι ακόμα ήταν ανάγκη να προμηθεύονται διπλάσια τρόφιμα και να τα κουβαλούν, εξαιτίας του πλήθους των ανθρώπων. Όταν τ᾽ αποφάσισαν αυτά, έβαλαν τον κήρυκα και διαλάλησε να ενεργεί ο στρατός με αυτόν τον τρόπο. [4.1.14] Ύστερα έφαγαν και ξεκίνησαν· οι στρατηγοί τότε τοποθέτησαν κρυφά σ᾽ ένα στενό μερικούς άντρες, που έψαχναν κι έπαιρναν ό,τι έβρισκαν από κείνα που είχαν πει ν᾽ αφήσουν εκεί. {Κι οι στρατιώτες υπάκουαν, εκτός από τις περιπτώσεις που κάποιος κατάφερε να περάσει λαθραία κάποιο όμορφο αγόρι ή ωραία γυναίκα που είχε ερωτευτεί.} Έτσι βάδισαν τη μέρα εκείνη, είτε με το να κάνουν μικρομάχες είτε με το να ξεκουράζονται. [4.1.15] Την άλλη μέρα έπιασε μεγάλη κακοκαιρία, ήταν όμως ανάγκη να προχωρούν, επειδή δεν είχαν αρκετά τρόφιμα. Ο Χειρίσοφος πήγαινε μπροστά, κι ο Ξενοφώντας ακολουθούσε με την οπισθοφυλακή. [4.1.16] Μα οι εχθροί έκαναν σφοδρές επιθέσεις και καθώς τα μέρη ήταν στενά, σίμωναν και χτυπούσαν με τα τόξα και με τις σφεντόνες. Έτσι αναγκάζονταν οι Έλληνες, κυνηγώντας τους και ξαναγυρίζοντας πίσω, να προχωρούν αργά. Κι ο Ξενοφώντας συχνά έδινε διαταγή να περιμένουν, κάθε φορά δηλαδή που οι εχθροί έκαναν σφοδρή επίθεση. [4.1.17] Σε μια στιγμή ο Χειρίσοφος, που άλλη φορά όταν του πήγαινε διαταγή περίμενε, δεν σταμάτησε, αλλά βάδιζε γρήγορα και πρόσταζε τους άλλους να τον ακολουθούν. Φαινόταν λοιπόν ότι κάτι συμβαίνει, αλλά ο Ξενοφώντας δεν είχε καιρό να προσπεράσει και να δει ποιά ήταν η αιτία της βιασύνης. Γι᾽ αυτό οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής προχωρώντας έμοιαζαν σαν να τους κυνηγούσαν. [4.1.18] Τότε σκοτώνεται ένας γενναίος άντρας από τη Λακωνία, ο Κλεώνυμος· χτυπήθηκε από βέλος που του πέρασε την ασπίδα και το δερμάτινο χιτώνιο κι έφτασε στα πλευρά, όπως έγινε και με το Βασιλία από την Αρκαδία, που του τρύπησε πέρα για πέρα το κεφάλι. [4.1.19] Όταν έφτασαν σ᾽ ένα κατάλυμα, ο Ξενοφώντας πήγε μονομιάς, όπως ήταν, στο Χειρίσοφο και τα έβαζε μαζί του που δεν περίμενε, κι έτσι αναγκάζονταν συγχρόνως να φεύγουν και να πολεμούν. «Και τώρα σκοτώθηκαν δυο έξοχοι άντρες, που δεν μπορέσαμε ούτε να τους σηκώσουμε ούτε να τους θάψουμε». [4.1.20] Ο Χειρίσοφος αποκρίθηκε: «Κοίταξε κατά τα βουνά και πρόσεξε πως δεν υπάρχει πέραμα από πουθενά. Πάνω σ᾽ αυτόν τον ανηφορικό δρόμο που βλέπεις, που είναι και μοναδικός, μπορείς να διακρίνεις πλήθος ανθρώπων, που έχουν πιάσει τη διάβαση και τη φυλάνε. [4.1.21] Γι᾽ αυτό βιαζόμουν και δεν σε περίμενα, μήπως μπορούσα να προλάβω προτού πιάσουν οι εχθροί το πέραμα. Και οι οδηγοί που έχουμε λένε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος». [4.1.22] Ο Ξενοφώντας τού απαντά: «Εγώ έχω δυο άντρες ντόπιους. Γιατί μας ενοχλούσαν οι Καρδούχοι κι εμείς στήσαμε καρτέρι, πράγμα που μας έκανε να πάρουμε ανάσα, και σκοτώσαμε μερικούς. Προσπαθήσαμε όμως να πιάσουμε και ζωντανούς γι᾽ αυτόν το λόγο, δηλαδή για να τους χρησιμοποιήσουμε σαν οδηγούς, αφού ξέρουν τον τόπο». |