[7.3.7] Έτσι μίλησαν οι άρχοντες. Όλοι οι άλλοι δράστες αρνήθηκαν ότι είχαν σταθεί φυσικοί αυτουργοί· ένας μόνο ομολόγησε, κι άρχισε την απολογία του κάπως έτσι: «Δεν είναι δυνατόν, Θηβαίοι, να σας περιφρονεί άνθρωπος που ξέρει ότι βρίσκεται στο έλεός σας. Πού, λοιπόν, στηρίχτηκα για να σκοτώσω εδώ αυτόν τον άνθρωπο; Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, να το ξέρετε, στην πεποίθηση ότι η πράξη μου ήταν δίκαιη, κι έπειτα στην ορθή σας κρίση. Γιατί το ᾽ξερα ότι και σεις, όταν πιάσατε τους οπαδούς του Αρχία και του Υπάτη που είχαν κάνει τα ίδια με τον Εύφρονα, δεν περιμένατε καν να γίνει ψηφοφορία, παρά στην πρώτη ευκαιρία τους τιμωρήσατε, πιστεύοντας ότι όσοι ολοκάθαρα ασεβούν, κι όσοι φανερά προδίδουν και προσπαθούν να επιβάλουν τυραννία, είναι καταδικασμένοι σε θάνατο από την κοινή συνείδηση. [7.3.8] »Ε, λοιπόν, ήταν κι ο Εύφρων ένοχος όλων αυτών. Τους ναούς τούς παρέλαβε γεμάτους ασημένια και χρυσά αφιερώματα, και τους άφησε αδειανούς. Όσο για προδότες, βρέθηκε ποτέ κανείς πιο ξακουστός από τον Εύφρονα, που ενώ ήταν στενός φίλος των Λακεδαιμονίων τους άφησε και πήγε με το μέρος σας — και μετά τις υποσχέσεις που ανταλλάξατε σας πρόδωσε και σας με τη σειρά σας και παρέδωσε το λιμάνι στους αντιπάλους; Και μήπως δεν ήταν απροκάλυπτα τύραννος, αυτός που όχι μόνο ελευθέρωνε δούλους, αλλά τους έκανε και πολίτες, ενώ τιμωρούσε με θάνατο κι εξορία και δημεύσεις περιουσιών όχι όσους παρανομούσαν, αλλά όποιους ήθελε ο ίδιος — δηλαδή τους ανθρώπους της αριστοκρατικής τάξης; [7.3.9] »Αργότερα γύρισε ξανά στην πόλη μαζί με τους χειρότερους εχθρούς σας, τους Αθηναίους, κι έστρεψε τα όπλα εναντίον του δικού σας αρμοστή· κι επειδή δεν κατόρθωσε να τον διώξει από την ακρόπολη, μάζεψε χρήματα και ήρθε εδώ. Τώρα, αν αποδεικνυόταν πως είχε συγκεντρώσει όπλα εναντίον σας, θα μου χρωστούσατε και χάρη αν τον σκότωνα· μια και ήρθε ωστόσο εφοδιασμένος με χρήματα, σκοπεύοντας μ᾽ αυτά να σας δωροδοκήσει και να σας πείσει να τον κάνετε και πάλι κύριο της πόλης, άδικο δεν θα ᾽ταν να με θανατώσετε, εμένα που τον τιμώρησα; Γιατί όσοι υποτάσσονται στη βία βλάπτονται βέβαια, αλλά δεν εμφανίζονται τουλάχιστον άδικοι· όσοι όμως δωροδοκούνται για να σφάλουν, δεν βλάπτονται μονάχα, αλλά και ντροπιάζονται συνάμα. [7.3.10] »Αν ήταν βέβαια εχθρός δικός μου αλλά φίλος δικός σας, παραδέχομαι κι εγώ πως δεν θα ᾽ταν σωστό να τον σκοτώσω στο έδαφός σας. Αυτός όμως, που εσάς πρόδιδε, κατά τί ήταν περισσότερο δικός μου παρά δικός σας εχθρός; “Αλλά, μα τον Δία” —ίσως πουν μερικοί— “ήρθε με τη θέλησή του”. Ώστε λοιπόν αν είχε μείνει μακριά από την πόλη σας, εκείνος που τον σκότωνε θα ᾽παιρνε έπαινο· ενώ τώρα που ξανάρθε, για να προσθέσει καινούργιες ανομίες στις παλιές, θα πουν ότι άδικα σκοτώθηκε; Αλλά πού βρήκαν να ισχύει το απαραβίαστο, στην Ελλάδα, για προδότες, γι᾽ αμετανόητους λιποτάκτες και για τυράννους; [7.3.11] Θυμηθείτε, άλλωστε, ότι εσείς ακριβώς έχετε ψηφίσει να παραδίνονται οι εξόριστοι απ᾽ όλες τις συμμαχικές πόλεις. Όταν λοιπόν ένας εξόριστος γυρίζει πίσω χωρίς κοινή απόφαση των συμμάχων, με τί επιχείρημα θα ισχυριστούν ότι δεν είναι νόμιμη η θανάτωσή του; »Εγώ υποστηρίζω, πολίτες, ότι αν με θανατώσετε θα ᾽χετε υπερασπίσει τον χειρότερό σας εχθρό, ενώ αν κρίνετε ότι η πράξη μου ήταν δίκαιη, θα δείξετε ότι υπερασπίζεστε εσάς τους ίδιους κι όλους τους συμμάχους». [7.3.12] Οι Θηβαίοι, σαν άκουσαν αυτά, έκριναν ότι ο Εύφρων ήταν άξιος της τύχης του. Οι συμπολίτες του, αντίθετα, παρέλαβαν τον νεκρό του σαν να ᾽χε σταθεί σπουδαίος άνθρωπος, τον έθαψαν στην αγορά και τον τιμούν σαν να ᾽ταν ιδρυτής της πόλης. Έτσι, καθώς φαίνεται, οι περισσότεροι θεωρούν σπουδαίον άνθρωπο όποιον τους έχει ευεργετήσει. [366 π.Χ.] |