Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (7.1.12-7.1.17)

[7.1.12] Ὁ μὲν ταῦτ᾽ εἶπεν. οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοί τε καὶ οἱ τῶν Λακεδαιμονίων παρόντες ἐπῄνεσαν ἀμφότεροι ἰσχυρῶς τὸν λόγον αὐτοῦ. Κηφισόδοτος δὲ παρελθών· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἔφη, οὐκ αἰσθάνεσθε ἐξαπατώμενοι; ἀλλ᾽ ἐὰν ἀκούσητέ μου, ἐγὼ ὑμῖν αὐτίκα μάλα ἐπιδείξω. ἤδη γὰρ ἡγήσεσθε κατὰ θάλατταν· Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμῖν ἐὰν συμμαχῶσι, δῆλον ὅτι πέμψουσι τοὺς μὲν τριηράρχους Λακεδαιμονίους καὶ ἴσως τοὺς ἐπιβάτας, οἱ δὲ ναῦται δῆλον ὅτι ἔσονται ἢ Εἵλωτες ἢ μισθοφόροι. [7.1.13] οὐκοῦν ὑμεῖς μὲν τούτων ἡγήσεσθε. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὅταν παραγγείλωσιν ὑμῖν κατὰ γῆν στρατείαν, δῆλον ὅτι πέμψετε τοὺς ὁπλίτας καὶ τοὺς ἱππέας. οὐκοῦν οὕτως ἐκεῖνοι μὲν ὑμῶν αὐτῶν γίγνονται ἡγεμόνες, ὑμεῖς δὲ τῶν ἐκείνων δούλων καὶ ἐλαχίστου ἀξίων. ἀπόκριναι δέ μοι, ἔφη, ὦ Λακεδαιμόνιε Τιμόκρατες, οὐκ ἄρτι ἔλεγες ὡς ἐπὶ τοῖς ἴσοις καὶ ὁμοίοις ἥκοις τὴν συμμαχίαν ποιούμενος; [7.1.14] Εἶπον ταῦτα. Ἔστιν οὖν, ἔφη ὁ Κηφισόδοτος, ἰσαίτερον ἢ ἐν μέρει μὲν ἑκατέρους ἡγεῖσθαι τοῦ ναυτικοῦ, ἐν μέρει δὲ τοῦ πεζοῦ, καὶ ὑμᾶς τε, εἴ τι ἀγαθόν ἐστιν ἐν τῇ κατὰ θάλατταν ἀρχῇ, τούτων μετέχειν, καὶ ἡμᾶς ἐν τῇ κατὰ γῆν; ἀκούσαντες ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι μετεπείσθησαν, καὶ ἐψηφίσαντο κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι.
[7.1.15] Στρατευομένων δ᾽ ἀμφοτέρων αὐτῶν καὶ τῶν συμμάχων εἰς Κόρινθον ἔδοξε κοινῇ φυλάττειν τὸ Ὄνειον. καὶ ἐπεὶ ἐπορεύοντο οἱ Θηβαῖοι καὶ οἱ σύμμαχοι, παραταξάμενοι ἐφύλαττον ἄλλος ἄλλοθεν τοῦ Ὀνείου, Λακεδαιμόνιοι δὲ καὶ Πελληνεῖς κατὰ τὸ ἐπιμαχώτατον. οἱ δὲ Θηβαῖοι καὶ οἱ σύμμαχοι ἐπεὶ ἀπεῖχον τῶν φυλαττόντων τριάκοντα στάδια, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐν τῷ πεδίῳ. συντεκμηράμενοι δὲ ἡνίκ᾽ ἂν ᾤοντο ὁρμηθέντες καθανύσαι ἅμα κνέφᾳ, πρὸς τὴν τῶν Λακεδαιμονίων φυλακὴν ἐπορεύοντο. [7.1.16] καὶ μέντοι οὐκ ἐψεύσθησαν τῆς ὥρας, ἀλλ᾽ ἐπιπίπτουσι τοῖς Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς Πελληνεῦσιν ἡνίκα αἱ μὲν νυκτεριναὶ φυλακαὶ ἤδη ἔληγον, ἐκ δὲ τῶν στιβάδων ἀνίσταντο ὅποι ἐδεῖτο ἕκαστος. ἐνταῦθα οἱ Θηβαῖοι προσπεσόντες ἔπαιον παρεσκευασμένοι ἀπαρασκευάστους καὶ συντεταγμένοι ἀσυντάκτους. [7.1.17] ὡς δὲ οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ πράγματος ἀπέφυγον ἐπὶ τὸν ἐγγύτατα λόφον, ἐξὸν τῷ Λακεδαιμονίων πολεμάρχῳ λαβόντι ὁπόσους μὲν ἐβούλετο τῶν συμμάχων ὁπλίτας, ὁπόσους δὲ πελταστάς, κατέχειν τὸ χωρίον, καὶ γὰρ τὰ ἐπιτήδεια ἐξῆν ἀσφαλῶς ἐκ Κεγχρειῶν κομίζεσθαι, οὐκ ἐποίησε ταῦτα, ἀλλὰ μάλα ἀπορούντων τῶν Θηβαίων πῶς χρὴ ἐκ τοῦ πρὸς Σικυῶνα βλέποντος καταβῆναι ἢ πάλιν ἀπελθεῖν, σπονδὰς ποιησάμενος, ὡς τοῖς πλείστοις ἐδόκει, πρὸς Θηβαίων μᾶλλον ἢ πρὸς ἑαυτῶν, οὕτως ἀπῆλθε καὶ τοὺς μεθ᾽ αὑτοῦ ἀπήγαγεν.

[7.1.12] Τέτοια στάθηκε η αγόρευσή του, κι επιδοκιμάστηκε εξίσου από τους Αθηναίους κι απ᾽ όσους Λακεδαιμονίους βρίσκονταν εκεί. Τότε όμως πήρε τον λόγο ο Κηφισόδοτος:
«Αθηναίοι», είπε, «δεν το καταλαβαίνετε ότι σας ξεγελάνε; Ακούστε με ωστόσο και θα σας το αποδείξω ευθύς. Έστω λοιπόν ότι θα διοικείτε στη θάλασσα. Εφόσον η Λακεδαίμων θα πολεμάει μαζί σας, είναι φανερό ότι θα σας στέλνει Λακεδαιμονίους για τριηράρχους, κι ίσως και για πεζοναύτες — αλλά οι ναύτες θα ᾽ναι ή είλωτες ή μισθοφόροι. [7.1.13] Αυτούς λοιπόν θα διοικείτε εσείς. Όταν όμως θα σας καλούν οι Λακεδαιμόνιοι σ᾽ εκστρατεία στεριανή, είναι φανερό ότι θα τους στέλνετε τους οπλίτες και το ιππικό. Έτσι λοιπόν εκείνοι θα διοικούν εσάς τους ίδιους, ενώ σεις θα διοικείτε, από αυτούς, δούλους και δυνάμεις υποδεέστερες.
»Απάντησέ μου ωστόσο, Λακεδαιμόνιε Τιμοκράτη», ρώτησε, «τώρα δα δεν έλεγες ότι ήρθες να κάνεις συμμαχία με βάση την απόλυτη ισοτιμία;» [7.1.14] «Ναι, το είπα». «Υπάρχει λοιπόν», συνέχισε ο Κηφισόδοτος, «πιο ισότιμο σύστημα από την εναλλαγή στην αρχηγία και του ναυτικού και του στρατού ξηράς; Μ᾽ αυτό τον τρόπο, ό,τι πλεονεκτήματα παρουσιάζει τυχόν η αρχηγία στη θάλασσα, θα τα μοιραστείτε — κι εμείς πάλι το ίδιο στη στεριά».
Σαν τ᾽ άκουσαν αυτά οι Αθηναίοι άλλαξαν γνώμη, και ψήφισαν να εναλλάσσεται η αρχηγία κάθε πέντε μέρες.
[7.1.15] Οι δύο πόλεις κι οι σύμμαχοί τους έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στην Κόρινθο, κι αποφάσισαν να σταθμεύσει μια μικτή φρουρά στο Όνειο. Γύρω απ᾽ αυτό λοιπόν κατέλαβαν θέσεις σε διάφορα σημεία —οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελληνείς στο πιο ευπρόσβλητο— για να το υπερασπίσουν απέναντι στους Θηβαίους που είχαν ξεκινήσει μαζί με τους συμμάχους τους. Όταν οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους έφτασαν σ᾽ απόσταση τριάντα σταδίων από τη φρουρά, στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα. Κατόπιν, αφού λογάριασαν πότε έπρεπε να ξεκινήσουν για να φτάσουν με τα χαράματα, βάδισαν προς τη φρουρά των Λακεδαιμονίων.
[7.1.16] Πραγματικά, δεν έπεσαν έξω στην ώρα: χτύπησαν τους Λακεδαιμονίους και τους Πελληνείς τη στιγμή που τέλειωναν οι νυχτερινές βάρδιες και που οι άνδρες σηκώνονταν από τα στρώματά τους για να πάει ο καθένας στη δουλειά του. Τότε οι Θηβαίοι —έτοιμοι και συντεταγμένοι— ρίχτηκαν κι άρχισαν να χτυπούν τους ανέτοιμους κι ασύνταχτους αντιπάλους τους. [7.1.17] Όσοι σώθηκαν απ᾽ αυτή την επίθεση κατέφυγαν στον κοντινότερο λόφο. Ο Λακεδαιμόνιος πολέμαρχος είχε τη δυνατότητα να πάρει από τους συμμάχους όσους οπλίτες κι όσους πελταστές ήθελε και να κρατήσει την τοποθεσία, μια και μπορούσε ν᾽ ανεφοδιάζεται ανεμπόδιστα από τις Κεγχρειές. Αντί να το κάνει αυτό, ωστόσο, και μόλο που οι Θηβαίοι αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα —έπρεπε ή να βρουν τρόπο να κατέβουν από την πλαγιά που βλέπει προς τη Σικυώνα, ή να γυρίσουν πίσω—, εκείνος συμφώνησε μαζί τους μιαν ανακωχή που, κατά τη γνώμη των περισσότερων, εξυπηρετούσε πιο πολύ τους Θηβαίους παρά τους Λακεδαιμονίους, κι έφυγε παίρνοντας και τους άνδρες του.