Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (7.1.27-7.1.32)

[7.1.27] Οὕτω δ᾽ ἑκάστων μέγα ἐφ᾽ ἑαυτοῖς φρονούντων τῶν συμμάχων, ἔρχεται Φιλίσκος Ἀβυδηνὸς παρ᾽ Ἀριοβαρζάνους χρήματα ἔχων πολλά. καὶ πρῶτα μὲν εἰς Δελφοὺς συνήγαγε περὶ εἰρήνης Θηβαίους καὶ τοὺς συμμάχους καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους. ἐκεῖ δὲ ἐλθόντες τῷ μὲν θεῷ οὐδὲν ἀνεκοινώσαντο ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη γένοιτο, αὐτοὶ δὲ ἐβουλεύοντο. ἐπεὶ δὲ οὐ συνεχώρουν οἱ Θηβαῖοι Μεσσήνην ὑπὸ Λακεδαιμονίοις εἶναι, ξενικὸν πολὺ συνέλεγεν ὁ Φιλίσκος, ὅπως πολεμοίη μετὰ Λακεδαιμονίων.
[7.1.28] Τούτων δὲ πραττομένων ἀφικνεῖται καὶ ἡ παρὰ Διονυσίου δευτέρα βοήθεια. λεγόντων δὲ Ἀθηναίων μὲν ὡς χρεὼν εἴη αὐτοὺς ἰέναι εἰς Θετταλίαν τἀναντία Θηβαίοις, Λακεδαιμονίων δὲ ὡς εἰς τὴν Λακωνικήν, ταῦτα ἐν τοῖς συμμάχοις ἐνίκησεν. ἐπεὶ δὲ περιέπλευσαν οἱ παρὰ Διονυσίου εἰς Λακεδαίμονα, λαβὼν αὐτοὺς Ἀρχίδαμος μετὰ τῶν πολιτικῶν ἐστρατεύετο. καὶ Καρύας μὲν ἐξαιρεῖ κατὰ κράτος, καὶ ὅσους ζῶντας ἔλαβεν, ἀπέσφαξεν· ἐκεῖθεν δ᾽ εὐθὺς στρατευσάμενος εἰς Παρρασίους τῆς Ἀρκαδίας μετ᾽ αὐτῶν ἐδῄου τὴν χώραν. ἐπεὶ δ᾽ ἐβοήθησαν οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ Ἀργεῖοι, ἐπαναχωρήσας ἐστρατοπεδεύσατο ἐν τοῖς ὑπὲρ Μηλέας γηλόφοις. ἐνταῦθα δ᾽ ὄντος αὐτοῦ Κισσίδας ὁ ἄρχων τῆς παρὰ Διονυσίου βοηθείας ἔλεγεν ὅτι ἐξήκοι αὐτῷ ὁ χρόνος ὃς εἰρημένος ἦν παραμένειν. καὶ ἅμα ταῦτ᾽ ἔλεγε καὶ ἀπῄει τὴν ἐπὶ Σπάρτης. [7.1.29] ἐπεὶ δὲ ἀποπορευόμενον ὑπετέμνοντο αὐτὸν οἱ Μεσσήνιοι ἐπὶ στενὸν τῆς ὁδοῦ, ἐνταῦθα δὴ ἔπεμπεν ἐπὶ τὸν Ἀρχίδαμον καὶ βοηθεῖν ἐκέλευε· κἀκεῖνος μέντοι ἐβοήθει. ὡς δὲ ἐγένοντο ἐν τῇ ἐπ᾽ Εὐτρησίους ἐκτροπῇ, οἱ μὲν Ἀρκάδες καὶ Ἀργεῖοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν, καὶ οὗτοι ὡς ἀποκλείσοντες αὐτὸν τῆς ἐπ᾽ οἶκον ὁδοῦ. ὁ δέ, οὗπέρ ἐστι χωρίον ἐπίπεδον ἐν ταῖς συμβολαῖς τῆς τε ἐπ᾽ Εὐτρησίων καὶ τῆς ἐπὶ Μηλέας ὁδοῦ, ἐνταῦθα ἐκβὰς παρετάξατο ὡς μαχούμενος. [7.1.30] ἔφασαν δ᾽ αὐτὸν καὶ πρὸ τῶν λόχων παριόντα τοιάδε παρακελεύσασθαι· Ἄνδρες πολῖται, νῦν ἀγαθοὶ γενόμενοι ἀναβλέψωμεν ὀρθοῖς ὄμμασιν· ἀποδῶμεν τοῖς ἐπιγιγνομένοις τὴν πατρίδα οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν· παυσώμεθα αἰσχυνόμενοι καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ πρεσβυτέρους καὶ ξένους, ἐν οἷς πρόσθεν γε πάντων τῶν Ἑλλήνων περιβλεπτότατοι ἦμεν. [7.1.31] τούτων δὲ ῥηθέντων ἐξ αἰθρίας ἀστραπάς τε καὶ βροντὰς λέγουσιν αἰσίους αὐτῷ φανῆναι· συνέβη δὲ καὶ πρὸς τῷ δεξιῷ κέρατι τέμενός τε καὶ ἄγαλμα Ἡρακλέους [οὗ δὴ καὶ ἀπόγονος λέγεται] εἶναι. τοιγαροῦν ἐκ τούτων πάντων οὕτω πολὺ μένος καὶ θάρρος τοῖς στρατιώταις φασὶν ἐμπεσεῖν ὥστ᾽ ἔργον εἶναι τοῖς ἡγεμόσιν ἀνείργειν τοὺς στρατιώτας ὠθουμένους εἰς τὸ πρόσθεν. ἐπεὶ μέντοι ἡγεῖτο ὁ Ἀρχίδαμος, ὀλίγοι μὲν τῶν πολεμίων δεξάμενοι εἰς δόρυ αὐτοὺς ἀπέθανον· οἱ δ᾽ ἄλλοι φεύγοντες ἔπιπτον, πολλοὶ μὲν ὑπὸ ἱππέων, πολλοὶ δὲ ὑπὸ τῶν Κελτῶν. [7.1.32] ὡς δὲ ληξάσης τῆς μάχης τροπαῖον ἐστήσατο, εὐθὺς ἔπεμψεν οἴκαδε ἀγγελοῦντα Δημοτέλη τὸν κήρυκα τῆς τε νίκης τὸ μέγεθος ‹καὶ› ὅτι Λακεδαιμονίων μὲν οὐδὲ εἷς τεθναίη, τῶν δὲ πολεμίων παμπλήθεις. τοὺς μέντοι ἐν Σπάρτῃ ἔφασαν ἀκούσαντας ἀρξαμένους ἀπὸ Ἀγησιλάου καὶ τῶν γερόντων καὶ τῶν ἐφόρων πάντας κλαίειν· οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν. ἐπὶ μέντοι τῇ τῶν Ἀρκάδων τύχῃ οὐ πολύ τι ἧττον Λακεδαιμονίων ἥσθησαν Θηβαῖοί τε καὶ Ἠλεῖοι· οὕτως ἤδη ἤχθοντο ἐπὶ τῷ φρονήματι αὐτῶν.

[7.1.27] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο καθένας από τους συμμάχους είχε μεγάλη ιδέα για τη δύναμή του. Τότε έφτασε, σταλμένος από τον Αριοβαρζάνη με πολλά χρήματα, ο Αβυδηνός Φιλίσκος. Στην αρχή συγκάλεσε στους Δελφούς, σε διάσκεψη ειρήνης, τους Θηβαίους με τους συμμάχους τους και τους Λακεδαιμονίους. Οι αντιπρόσωποί τους ωστόσο δεν συμβουλεύτηκαν καθόλου τον θεό για το πώς μπορούσε να γίνει ειρήνη, παρά έκαναν συσκέψεις αναμεταξύ τους. Καθώς όμως δεν δέχονταν οι Θηβαίοι να εξουσιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι τη Μεσσήνη, ο Φιλίσκος βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.
[7.1.28] Πάνω σ᾽ αυτά έφτασε δεύτερη επικουρία από τον Διονύσιο. Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν᾽ αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική. Έτσι οι δυνάμεις του Διονυσίου έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου κι έφτασαν στη Λακεδαίμονα, απ᾽ όπου τις παρέλαβε ο Αρχίδαμος μαζί με τον στρατό της Σπάρτης και κίνησε για εκστρατεία. Στην αρχή κατέλαβε μ᾽ έφοδο τις Καρύες κι έσφαξε όσους έπιασε ζωντανούς· από κει εξεστράτευσε αμέσως, μαζί με τον στρατό του Διονυσίου, εναντίον των Παρρασίων της Αρκαδίας και λεηλάτησε τη χώρα τους. Όταν όμως ήρθαν οι Αρκάδες και οι Αργείοι να τους βοηθήσουν, αποσύρθηκε και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Κισσίδας —διοικητής των δυνάμεων του Διονυσίου— του είπε ότι είχε τελειώσει το χρονικό διάστημα που είχε διαταγή να μείνει, και μ᾽ αυτή τη δήλωση ξεκίνησε αμέσως για τη Σπάρτη. [7.1.29] Καθώς έφευγε, ωστόσο, οι Μεσσήνιοι δοκίμασαν να του κόψουν τον δρόμο σε μια στενοποριά· τότε έστειλε να ζητήσει ενίσχυση από τον Αρχίδαμο, και τούτος πάλι πήγε να τον βοηθήσει.
Όταν έφτασαν στο σημείο όπου ο δρόμος στρίβει προς τους Ευτρησίους, συνάντησαν τους Αρκάδες και τους Αργείους που προχωρούσαν προς τη Λακωνία, με σκοπό κι εκείνοι να του κόψουν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη. [7.1.30] Λένε μάλιστα ότι επιθεωρώντας τους λόχους εμψύχωνε τους άνδρες με λόγια σαν και τούτα: «Πολίτες, ας φανούμε τώρα παλικάρια, για να σηκώσουμε ξανά το κεφάλι ψηλά. Ας παραδώσουμε την πατρίδα στους απογόνους μας τέτοια που την παραλάβαμε από τους πατέρες μας. Να μη νιώθουμε πια ντροπή μπρος στα παιδιά μας, στις γυναίκες, στους γέρους και στους ξένους, που άλλοτε μας θεωρούσαν τους πιο δοξασμένους ανάμεσα στους Έλληνες».
[7.1.31] Λένε πως όταν τα ᾽πε αυτά, μέσ᾽ από καθαρό ουρανό φάνηκαν —καλότυχο για κείνον σημάδι— αστραπές και βροντές· έτυχε και να βρίσκεται κοντά στο δεξιό του κέρας ένα τέμενος με άγαλμα του Ηρακλή, που ισχυρίζονται ότι ήταν πρόγονός του. Το αποτέλεσμα ήταν ν᾽ αντλήσουν τέτοιο πολεμικό μένος και θάρρος απ᾽ όλα τούτα οι στρατιώτες, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουν και με κόπο τους συγκρατούσαν οι αξιωματικοί. Και πραγματικά, όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ᾽ απόσταση δόρατος — κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες.
[7.1.32] Αφού τέλειωσε η μάχη, ο Αρχίδαμος έστησε τρόπαιο κι αμέσως έστειλε τον Δημοτέλη, τον κήρυκα, ν᾽ αναγγείλει στη Σπάρτη πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη, κι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ούτε έναν νεκρό, ενώ οι εχθροί είχαν πάμπολλους. Και λένε ότι όταν τ᾽ άκουσαν στη Σπάρτη έβαλαν όλοι τα κλάματα, αρχίζοντας από τον Αγησίλαο και τους γερουσιαστές και τους εφόρους — απόδειξη ότι τα δάκρυα είναι σύμπτωμα κοινό στη χαρά και στη λύπη. Εξάλλου το πάθημα των Αρκάδων ευχαρίστησε τους Θηβαίους και τους Ηλείους εξίσου σχεδόν με τους Λακεδαιμονίους, τόσο πολύ τους είχε ενοχλήσει η αλαζονεία τους.