Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (12.222-12.302)


Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο.
Σκύλλην δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐμυθεόμην, ἄπρηκτον ἀνίην,
μή πώς μοι δείσαντες ἀπολλήξειαν ἑταῖροι
225 εἰρεσίης, ἐντὸς δὲ πυκάζοιεν σφέας αὐτούς.
καὶ τότε δὴ Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης ἀλεγεινῆς
λανθανόμην, ἐπεὶ οὔ τί μ᾽ ἀνώγει θωρήσσεσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ καταδὺς κλυτὰ τεύχεα καὶ δύο δοῦρε
μάκρ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον
230 πρῴρης· ἔνθεν γάρ μιν ἐδέγμην πρῶτα φανεῖσθαι
Σκύλλην πετραίην, ἥ μοι φέρε πῆμ᾽ ἑτάροισιν·
οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην· ἔκαμον δέ μοι ὄσσε
πάντῃ παπταίνοντι πρὸς ἠεροειδέα πέτρην.
Ἡμεῖς μὲν στεινωπὸν ἀνεπλέομεν γοόωντες·
235 ἔνθεν γὰρ Σκύλλη, ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις
δεινὸν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
ἦ τοι ὅτ᾽ ἐξεμέσειε, λέβης ὣς ἐν πυρὶ πολλῷ
πᾶσ᾽ ἀναμορμύρεσκε κυκωμένη· ὑψόσε δ᾽ ἄχνη
ἄκροισι σκοπέλοισιν ἐπ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔπιπτεν.
240 ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ,
πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη
δεινὸν βεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε
ψάμμῳ κυανέη· τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
ἡμεῖς μὲν πρὸς τὴν ἴδομεν δείσαντες ὄλεθρον·
245 τόφρα δέ μοι Σκύλλη κοίλης ἐκ νηὸς ἑταίρους
ἓξ ἕλεθ᾽, οἳ χερσίν τε βίηφί τε φέρτατοι ἦσαν·
σκεψάμενος δ᾽ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ᾽ ἑταίρους
ἤδη τῶν ἐνόησα πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ὑψόσ᾽ ἀειρομένων· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες
250 ἐξονομακλήδην, τότε γ᾽ ὕστατον, ἀχνύμενοι κῆρ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεὺς περιμήκεϊ ῥάβδῳ
ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλων
ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο,
ἀσπαίροντα δ᾽ ἔπειτα λαβὼν ἔρριψε θύραζε,
255 ὣς οἵ γ᾽ ἀσπαίροντες ἀείροντο προτὶ πέτρας·
αὐτοῦ δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι κατήσθιε κεκλήγοντας,
χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι.
οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ἴδον ὀφθαλμοῖσι
πάντων ὅσσ᾽ ἐμόγησα πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων.
260Αὐτὰρ ἐπεὶ πέτρας φύγομεν δεινήν τε Χάρυβδιν
Σκύλλην τ᾽, αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοῦ ἐς ἀμύμονα νῆσον
ἱκόμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔσαν καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι,
πολλὰ δὲ ἴφια μῆλ᾽ Ὑπερίονος Ἠελίοιο.
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἔτι πόντῳ ἐὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ
265 μυκηθμοῦ τ᾽ ἤκουσα βοῶν αὐλιζομενάων
οἰῶν τε βληχήν· καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ
μάντιος ἀλαοῦ, Θηβαίου Τειρεσίαο,
Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο.
270 δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων, ἀχνύμενος κῆρ·
«Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι,
ὄφρ᾽ ὑμῖν εἴπω μαντήϊα Τειρεσίαο
Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο·
275 ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκον.
ἀλλὰ παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν.»
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ.
αὐτίκα δ᾽ Εὐρύλοχος στυγερῷ μ᾽ ἠμείβετο μύθῳ·
«Σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ, περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα
280 κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται,
ὅς ῥ᾽ ἑτάρους καμάτῳ ἀδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ
οὐκ ἐάᾳς γαίης ἐπιβήμεναι, ἔνθα κεν αὖτε
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον,
ἀλλ᾽ αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας,
285 νήσου ἀποπλαγχθέντας, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ.
ἐκ νυκτῶν δ᾽ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν,
γίγνονται· πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον,
ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα,
ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα
290 νῆα διαρραίουσι, θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων.
ἀλλ᾽ ἦ τοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ
δόρπον θ᾽ ὁπλισόμεσθα θοῇ παρὰ νηῒ μένοντες·
ἠῶθεν δ᾽ ἀναβάντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ.»
Ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι.
295 καὶ τότε δὴ γίγνωσκον ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Εὐρύλοχ᾽, ἦ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα·
ἀλλ᾽ ἄγε δή μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον,
εἴ κέ τιν᾽ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
300 εὕρωμεν, μή πού τις ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν
ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ· ἀλλὰ ἕκηλοι
ἐσθίετε βρώμην, τὴν ἀθανάτη πόρε Κίρκη.»


Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι υπάκουσαν στα λόγια μου.
Δεν είπα ωστόσο λέξη για τη Σκύλλα, το ακαταμάχητο κακό·
μήπως οι εταίροι μου τρομάξουν και παρατήσουν τα κουπιά,
τρέχοντας να κρυφτούν στο αμπάρι.
Και ξαφνικά λησμόνησα κι εκείνη τη σκληρή εντολή
της Κίρκης, που μ᾽ απαγόρευσε να αρματωθώ· εγώ
τη λαμπερή μου πανοπλία φόρεσα, πήρα τα δύο δόρατα
στα χέρια κι ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα.
230Γιατί από εκεί περίμενα πως πρώτα θα φανεί
πάνω στον βράχο η Σκύλλα, έτοιμη να μου κάνει το κακό
με τους συντρόφους.
Αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα· τα μάτια μου πονούσαν,
κοιτάζοντας παντού τον βράχο μες στην καταχνιά.
Έτσι ανεβαίναμε σ᾽ εκείνο το στενό θρηνώντας·
στη μια μεριά η Σκύλλα, στην άλλη η Χάρυβδη θεοτική,
αναρροφώντας το αλμυρό νερό της θάλασσας, θέαμα τρομερό!
Κι όποτε το ξερνούσε, να βράζει ο τόπος και ν᾽ αφρίζει, λες κι ήτανε
λεβέτι σε δυνατή πυρά· κι η αλισάχνη να πετάγεται ψηλά,
να πέφτει στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου.
240Κι όταν ξανά το αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας,
έχασκε ο στρόβιλος χοχλάζοντας, βογγούσε ο βράχος κι έτριζε
φριχτά, έβλεπες ξαφνικά στον πάτο να μαυρίζει η άμμος —
οι εταίροι πράσινοι απ᾽ τον φόβο τους.
Προσηλωμένοι εμείς στη Χάρυβδη, περίφοβοι για τον χαμό μας,
πρόλαβε τότε η Σκύλλα κι άρπαξε απ᾽ το βαθύ μας πλοίο
έξι συντρόφους, τους πιο καλούς και χεροδύναμους.
Κι εγώ, το βλέμμα στρέφοντας στο γρήγορο καράβι,
ψάχνοντας τους συντρόφους,
τους είδα επάνω, να κρέμονται πόδια και χέρια,
όπως η Σκύλλα τούς σήκωνε ψηλά· κι εκείνοι απελπισμένοι
250φώναζαν το όνομά μου παρακλητικά, για τελευταία φορά.
Πώς ο ψαράς σ᾽ ένα ακρωτήρι απόκρημνο, με το μακρύ καλάμι του
δόλωμα ρίχνει σε ψάρια πιο μικρά, πετώντας στα βαθιά
το αγκίστρι του, που το ᾽χει περασμένο σε κέρατο άγραυλου βοδιού,
κι όταν πιάσει κανένα, σπαρταριστό το αφήνει καταγής·
έτσι κι εκείνοι σπαρταρούσαν, καθώς τους σήκωνε ψηλά στα βράχια,
όπου τους έτρωγε εκεί μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς·
κραύγαζαν τότε και τα χέρια τους σ᾽ εμένα απλώνοντας
με το φριχτό τους τέλος πάλευαν.
Όχι, τα μάτια μου δεν είδαν θέαμα πιο ελεεινό,
στα τόσα βάσανα που τράβηξα αναζητώντας τα περάσματα της θάλασσας.
260Όταν πια προσπεράσαμε τις Πέτρες, την τρομερή τη Χάρυβδη,
τη Σκύλλα, έπειτα γρήγορα αντικρίσαμε το θείο
κι άψογο νησί· όπου κυκλοφορούσαν, όμορφα κι ευρυμέτωπα,
τα βόδια, και τα πολλά θρεμμένα αρνιά του Υπερίονα Ήλιου.
Τότε, κι ενόσω εγώ έπλεα ακόμη στα ανοιχτά, μέσα στο μελανό καράβι,
άκουσα το μουκανητό από τα μαντρισμένα βόδια
και των προβάτων τα βελάσματα· οπότε ανέβηκε στον νου μου ο λόγος
του μάντη Τειρεσία, του τυφλού Θηβαίου,
κι εκεί στην Αία της Κίρκης, που μου παράγγειλαν επίμονα
πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου
που τέρπει με το φως του τους βροτούς.
270Γι᾽ αυτό κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
«Σύντροφοι, ακούσετε τα λόγια μου, όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη,
για να σας πω τι μου παράγγειλαν επίμονα ο Τειρεσίας
και στην Αία η Κίρκη, πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου,
που τέρπει με το φως του τους βροτούς·
γιατί, το τόνισαν, εδώ μας περιμένει το μεγαλύτερο κακό.
Για τούτο σας προστάζω, το μελανό καράβι μας να προσπεράσει το νησί.»
Έτσι τους μίλησα, εκείνων όμως ράγισε η καρδιά τους,
κι ευθύς ο Ευρύλοχος μου απάντησε μ᾽ άσχημο τρόπο:
«Είσαι, Οδυσσέα, σκληρός, η αντοχή σου ξεπερνά το μέτρο,
τα μέλη σου δεν ξέρουν από κούραση, όλα σ᾽ εσένα καμωμένα
280αλύγιστα από σίδερο.
Και τώρα τους συντρόφους, από τον κάματο ξεθεωμένους,
την αγρύπνια, δεν τους αφήνεις να πατήσουνε στεριά·
σε τούτο το περίβρεχτο νησί να βάλουμε στο στόμα μας
γλυκό ψωμί, κάτι να φάμε.
Αλλά μέσα στη νύχτα αυτήν που τρέχει, προστάζεις από το νησί
να ξεμακρύνουμε, να περιπλανηθούμε στο σκοτεινιασμένο πέλαγο,
γνωρίζοντας πως οι αγέρηδες της νύχτας είναι φοβεροί —
βέβαιη καταστροφή των πλοίων.
Αλήθεια, πες μου, ποιος και πώς θα το μπορούσε να ξεφύγει
την απειλή του ολέθρου, αν ξαφνικά ξεσπούσε θύελλα,
απ᾽ τον νοτιά ή τον σφοδρό πουνέντε (άνεμοι που καταλύουν
290τα πλοία), κι ας μην το θέλησαν οι κραταιοί θεοί;
Γι᾽ αυτό και τώρα, ας υπακούσουμε στο πρόσταγμα της μαύρης νύχτας,
στο περιγιάλι να φροντίσουμε το δείπνο μας, πλάι
στο ταχύπλοο καράβι, περιμένοντας· κι όταν πια ξημερώσει,
τότε ανεβαίνουμε στο πλοίο, να ανοιχτούμε πάλι
στην απεραντοσύνη του πελάγου.»
Έτσι ο Ευρύλοχος μιλούσε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν τον λόγο του·
όσο για μένα γύριζε ο νους μου στο κακό που κάποιος δαίμονας μας έκλωθε.
Τότε τον φώναξα απαντώντας, και πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
«Ευρύλοχε, το βλέπω, μ᾽ εκβιάζεις, κι έμεινα μόνος.
Αλλά σας προκαλώ, όλοι σας ορκιστείτε τον απαράβατο όρκο·
ανίσως απαντήσουμε βοδιών αγέλη ή και κοπάδι πρόβατα μεγάλο,
300κανείς να μην ενδώσει στο κακό, και τυφλωμένος
σφάξει ή βόδι ή πρόβατο· φρόνιμοι κι ήσυχοι,
να τρώτε μόνο τις τροφές που μας προμήθευσε η Κίρκη αθάνατη.»