Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (11.541-11.592)


Αἱ δ᾽ ἄλλαι ψυχαὶ νεκύων κατατεθνηώτων
ἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾽ ἑκάστη.
οἴη δ᾽ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης,
545 τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ
τεύχεσιν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆος· ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ.
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀέθλῳ·
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾽ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν,
550 Αἴανθ᾽, ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν·
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων
555 οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι,
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο· σεῖο δ᾽ Ἀχαιοὶ
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές· οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων
560 ἐκπάγλως ἔχθαιρε, τεῒν δ᾽ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾽ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς
ἡμέτερον· δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλας
ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.
565 ἔνθα χ᾽ ὁμῶς προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν·
ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.
Ἔνθ᾽ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν,
χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν,
570 ἥμενον· οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα,
ἥμενοι ἑσταότες τε, κατ᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
Τὸν δὲ μέτ᾽ Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα
θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
τοὺς αὐτὸς κατέπεφνεν ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι,
575 χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον, αἰὲν ἀαγές.
Καὶ Τιτυὸν εἶδον, Γαίης ἐρικυδέος υἱόν,
κείμενον ἐν δαπέδῳ· ὁ δ᾽ ἐπ᾽ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα,
γῦπε δέ μιν ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον,
δέρτρον ἔσω δύνοντες· ὁ δ᾽ οὐκ ἀπαμύνετο χερσί·
580 Λητὼ γὰρ ἕλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν,
Πυθώδ᾽ ἐρχομένην διὰ καλλιχόρου Πανοπῆος.
Καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον χαλέπ᾽ ἄλγε᾽ ἔχοντα,
ἑσταότ᾽ ἐν λίμνῃ· ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ·
στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ᾽ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι·
585 ὁσσάκι γὰρ κύψει᾽ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων,
τοσσάχ᾽ ὕδωρ ἀπολέσκετ᾽ ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ
γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων.
δένδρεα δ᾽ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
590 συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι·
τῶν ὁπότ᾽ ἰθύσει᾽ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι,
τὰς δ᾽ ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα.


Τότε και άλλες ψυχές νεκρών αφανισμένων
είχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που εγώ τη νίκησα, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα — την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
550τον Αίαντα, που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μολαταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
«Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος δεν βρίσκεται κανείς
εξόν ο Δίας, που μίσησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών·
560αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου.»
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ᾽ άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
Κι αλήθεια είδα τον Μίνωα, γιο του Διός περίλαμπρο,
με το χρυσό σκήπτρο στο χέρι, να κρίνει στους νεκρούς
570καθήμενος· εκείνοι γύρω του, ορθοί ή καθιστοί, γυρεύοντας
το δίκιο τους απ᾽ τον Κριτή, στο ευρύπυλο παλάτι του Άδη.
Τα μάτια μου μετά αντικρίσαν πελώριο τον Ωρίωνα,
να τρέχει στον λειμώνα εκεί με τ᾽ ασφοδείλια, πίσω
από αγρίμια, που είχε σκοτώσει ο ίδιος άλλοτε σε απάτητα όρη,
στο χέρι του κρατώντας ρόπαλο ολοχάλκινο, ποτέ να μη ραγίζει.
Κι είδα μετά τον Τιτυό, τον τόσο τιμημένο γιο της Γης,
τώρα να κείται καταγής, να πιάνει ως κι εννέα πλέθρα·
αριστερά δεξιά δυο γύπες να του στέκουν,
και να του τρων το σκώτι, βαθιά ως τη ρίζα· κι ασάλευτος εκείνος, ανήμπορος
να πολεμήσει με τα χέρια του. Έτσι, γιατί αποτόλμησε
580να βλάψει τη Λητώ, την τιμημένη ομόκλινη του Δία,
καθώς εκείνη, οδεύοντας προς την Πυθώ, κι από τον Πανοπέα πέρασε
με τα καλά του χοροστάσια.
Αντίκρισα μετά τον Τάνταλο, βαριά τυραννισμένο,
ορθό μέσα στη λίμνη, και το νερό να φτάνει ίσαμε το γένι του·
να φαίνεται πόσο διψά, κι όμως να μην μπορεί
να πιει· γιατί, κάθε φορά που ο γέροντας
έσκυβε με λαχτάρα στο νερό, εκείνο υποχωρούσε και χανόταν,
άνοιγε η γη ανάμεσα στα πόδια του και έδειχνε μαύρο τον βυθό,
που κάποιος δαίμονας τον έκανε κατάξερο.
Κι ακόμη υπήρχαν δέντρα, ψηλά και φουντωμένα, με καρπούς
να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του —
οι αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με τα χρυσά τους μήλα,
590συκιές ολόγλυκες και καρπισμένα λιόδεντρα·
και μολαταύτα, κάθε φορά που ο γέροντας τα αναζητούσε,
ο αγέρας τα συνέπαιρνε, τα σήκωνε ψηλά προς τα ισκιωμένα νέφη.