Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (8.83-8.151)


Ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι
85 κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε, κάλυψε δὲ καλὰ πρόσωπα·
αἴδετο γὰρ Φαίηκας ὑπ᾽ ὀφρύσι δάκρυα λείβων.
ἦ τοι ὅτε λήξειεν ἀείδων θεῖος ἀοιδός,
δάκρυ᾽ ὀμορξάμενος κεφαλῆς ἄπο φᾶρος ἕλεσκε
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον ἑλὼν σπείσασκε θεοῖσιν·
90 αὐτὰρ ὅτ᾽ ἂψ ἄρχοιτο καὶ ὀτρύνειαν ἀείδειν
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἐπεὶ τέρποντ᾽ ἐπέεσσιν,
ἂψ Ὀδυσεὺς κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν.
ἔνθ᾽ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων,
Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἐπεφράσατ᾽ ἠδ᾽ ἐνόησεν
95 ἥμενος ἄγχ᾽ αὐτοῦ, βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσεν.
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα·
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες·
ἤδη μὲν δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης
φόρμιγγός θ᾽, ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ·
100 νῦν δ᾽ ἐξέλθωμεν καὶ ἀέθλων πειρηθέωμεν
πάντων, ὥς χ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν,
οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγινόμεθ᾽ ἄλλων
πύξ τε παλαιμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν ἠδὲ πόδεσσιν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο.
105 κὰδ δ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν,
Δημοδόκου δ᾽ ἕλε χεῖρα καὶ ἔξαγεν ἐκ μεγάροιο
κῆρυξ· ἄρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες.
βὰν δ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορήν, ἅμα δ᾽ ἕσπετο πουλὺς ὅμιλος,
110 μυρίοι· ἂν δ᾽ ἵσταντο νέοι πολλοί τε καὶ ἐσθλοί.
ὦρτο μὲν Ἀκρόνεώς τε καὶ Ὠκύαλος καὶ Ἐλατρεὺς
Ναυτεύς τε Πρυμνεύς τε καὶ Ἀγχίαλος καὶ Ἐρετμεὺς
Ποντεύς τε Πρῳρεύς τε, Θόων Ἀναβησίνεώς τε
Ἀμφίαλός θ᾽, υἱὸς Πολυνήου Τεκτονίδαο·
115 ἂν δὲ καὶ Εὐρύαλος, βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ,
Ναυβολίδης, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
πάντων Φαιήκων μετ᾽ ἀμύμονα Λαοδάμαντα.
ἂν δ᾽ ἔσταν τρεῖς παῖδες ἀμύμονος Ἀλκινόοιο,
Λαοδάμας θ᾽ Ἅλιός τε καὶ ἀντίθεος Κλυτόνηος·
120 οἱ δ᾽ ἦ τοι πρῶτον μὲν ἐπειρήσαντο πόδεσσι.
τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος· οἱ δ᾽ ἅμα πάντες
καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο.
τῶν δὲ θέειν ὄχ᾽ ἄριστος ἔην Κλυτόνηος ἀμύμων·
ὅσσον τ᾽ ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιϊν,
125 τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκεθ᾽, οἱ δ᾽ ἐλίποντο.
οἱ δὲ παλαιμοσύνης ἀλεγεινῆς πειρήσαντο·
τῇ δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπεκαίνυτο πάντας ἀρίστους.
ἅλματι δ᾽ Ἀμφίαλος πάντων προφερέστατος ἦεν·
δίσκῳ δ᾽ αὖ πάντων πολὺ φέρτατος ἦεν Ἐλατρεύς,
130 πὺξ δ᾽ αὖ Λαοδάμας, ἀγαθὸς πάϊς Ἀλκινόοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθησαν φρέν᾽ ἀέθλοις,
τοῖς ἄρα Λαοδάμας μετέφη, πάϊς Ἀλκινόοιο·
«Δεῦτε, φίλοι, τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα, εἴ τιν᾽ ἄεθλον
οἶδέ τε καὶ δεδάηκε· φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστι,
135 μηρούς τε κνήμας τε καὶ ἄμφω χεῖρας ὕπερθεν
αὐχένα τε στιβαρὸν μέγα τε σθένος· οὐδέ τι ἥβης
δεύεται, ἀλλὰ κακοῖσι συνέρρηκται πολέεσσιν.
οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι κακώτερον ἄλλο θαλάσσης
ἄνδρα γε συγχεῦαι, εἰ καὶ μάλα καρτερὸς εἴη.»
140Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«Λαοδάμα, μάλα τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπες.
αὐτὸς νῦν προκάλεσσαι ἰὼν καὶ πέφραδε μῦθον.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσ᾽ ἀγαθὸς πάϊς Ἀλκινόοιο,
στῆ ῥ᾽ ἐς μέσσον ἰὼν καὶ Ὀδυσσῆα προσέειπε·
145«Δεῦρ᾽ ἄγε καὶ σύ, ξεῖνε πάτερ, πείρησαι ἀέθλων,
εἴ τινά που δεδάηκας· ἔοικε δέ σ᾽ ἴδμεν ἀέθλους.
οὐ μὲν γὰρ μεῖζον κλέος ἀνέρος ὄφρα κεν ᾖσιν
ἢ ὅ τι ποσσίν τε ῥέξῃ καὶ χερσὶν ἑῇσιν.
ἀλλ᾽ ἄγε πείρησαι, σκέδασον δ᾽ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ·
150 σοὶ δ᾽ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, ἀλλά τοι ἤδη
νηῦς τε κατείρυσται καὶ ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι.»


Καθώς τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός, ο Οδυσσέας με τα δυο του χέρια
πιάνει το πορφυρό του πανωφόρι, το ᾽φερε πάνω απ᾽ το κεφάλι του
καλύπτοντας το ωραίο του πρόσωπο·
από ντροπή μπροστά στους Φαίακες, που βούρκωσαν τα μάτια του
κι έτρεχε ασταμάτητο το δάκρυ.
Μόλις ο θείος αοιδός τέλειωνε το τραγούδι του, εκείνος
σφούγγιζε το κλάμα του, κατέβαζε το ρούχο απ᾽ το κεφάλι του
και με μια κούπα δίδυμη στάλαζε στους θεούς σπονδή.
90Όταν ωστόσο ο αοιδός ξανάπιανε να τραγουδήσει,
γιατί του το ζητούσαν οι καλύτεροι των καλεσμένων
που απολάμβαναν τα έπη του, ο Οδυσσέας σκέπαζε πάλι
το κεφάλι του θρηνώντας.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που πνίγονταν στο δάκρυ ο ξένος,
μόνο ο Αλκίνοος το αισθάνθηκε· όπως καθόταν πλάι του,
άκουσε και κατάλαβε βαρύ τον στεναγμό του.
Μπήκε στη μέση τότε και στους Φαίακες μίλησε,
που έχουν χαρά τους το κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
φτάνει νομίζω τόσο φαγητό, όσο του πρέπει καθενός,
και της κιθάρας ο σκοπός, συμπλήρωμα απαραίτητο
σε κάθε πλούσιο γεύμα.
100Τώρα καιρός να βγούμε, να δοκιμαστούμε στα πολλά αγωνίσματα·
να ᾽χει κι ο ξένος, στην πατρίδα του όταν φτάσει, να διηγάται
στους δικούς του πόσο υπερβάλλουμε τους άλλους
στην πυγμαχία, την πάλη, στο άλμα και τον δρόμο.»
Μίλησε και προχώρησε, οι άλλοι πήγαιναν στα βήματά του.
Τότε κι ο κήρυκας κρέμασε πάλι τη μελωδική κιθάρα
στο ίδιο ξύλινο καρφί, πήρε απ᾽ το χέρι τον Δημόδοκο
και τον οδήγησε έξω από το παλάτι στον δρόμο που πορεύονταν
οι πρώτοι των Φαιάκων, να δουν και να θαυμάσουν τα αγωνίσματα.
Και φτάνοντας στην αγορά, κόσμος πολύς μαζεύτηκε,
μυριάδες. Εκεί σηκώθηκαν να πιάσουν τα αγωνίσματα
110άξιοι νέοι και πολλοί.
Πετάχτηκε ο Ακρόνεος, ο Ωκύαλος κι ο Ελατρεύς,
Ναυτέας και Πρυμνέας, Αγχίαλος και Ερετμεύς,
Ποντέας και Πρωρεύς, Θόων και Αναβησίνεος,
μαζί τους κι ο Αμφίαλος, του Τεκτονίδη Πολυνήου ο γιος·
πετάχτηκε ο Ευρύαλος σαν βροτοκτόνος Άρης,
γιος του Ναυβόλου, ο ωραιότερος στην όψη και στο σώμα
ανάμεσα σ᾽ όλους τους Φαίακες, δεύτερος όμως στη σειρά
μετά τον Λαοδάμαντα, που πάνω του δεν έβρισκες ψεγάδι.
Πάνω πετάχτηκαν τρεις γιοι του άψογου Αλκινόου·
ο Λαοδάμας, ο Άλιος, ισόθεος ο Κλυτόνηος.
120Τότε ξεκίνησαν να παραβγούν στο τρέξιμο·
ξάνοιγε μπρος στο σήμα της αρχής ο δρόμος, κι όρμησαν όλοι τους,
πετώντας και σηκώνοντας σύννεφα σκόνης.
Στο τρέξιμο ξεχώρισε κατά πολύ ο Κλυτόνηος·
πόσο δυο μούλες, το χωράφι οργώνοντας, φτάνουν στο τέρμα
μονομιάς, τόσο κι εκείνος προπορεύτηκε, και πάλι πίσω
γύρισε στον κόσμο, που τους άλλους έβλεπε
να μένουν πίσω.
Μετά δοκίμασαν την ανελέητη πάλη· σ᾽ αυτήν ο Ευρύαλος
νίκησε τους καλύτερους.
Ανώτερος στο άλμα από τους άλλους ο Αμφίαλος φάνηκε,
στον δίσκο τούς ξεπέρασε όλους βγαίνοντας πρώτος ο Ελατρεύς,
130στην πυγμαχία ο Λαοδάμας, του Αλκινόου ο γενναίος γιος.
Κι όταν οι πάντες ένιωσαν βαθιά την τέρψη
των αγώνων, πήρε τον λόγο να μιλήσει ο Λαοδάμας,
του Αλκινόου ο γιος:
«Φίλοι, θαρρώ πως πρέπει να ρωτήσουμε κι αυτόν τον ξένο
αν ξέρει κάποιο αγώνισμα και το κατέχει· κακός δεν φαίνεται,
αν κρίνουμε απ᾽ το παράστημά του. Μηροί και κνήμες,
τα δυο χέρια του ψηλά, ο αυχένας, όλα του δείχνουν
δύναμη και σθένος, και δεν νομίζω να τον εγκατέλειψε
κι η νιότη· μόνο οι πολλές του συμφορές τον τσάκισαν.
Εγώ δεν ξέρω άλλο κακό χειρότερο απ᾽ τη θάλασσα,
μπορεί να καταλύσει τον καθένα, ακόμη κι όταν
περισσεύει η αντοχή του.»
140Του ανταπάντησε όμως μιλώντας ο Ευρύαλος:
«Σωστός ο λόγος σου και μετρημένος, Λαοδάμα
πήγαινε ο ίδιος τώρα να τον προκαλέσεις,
εξήγησε την πρότασή σου.»
Τον άκουσε ευγενικός ο γιος του Αλκινόου, πήγε
και στάθηκε στη μέση, κι εκεί τον Οδυσσέα προσφώνησε:
«Έλα κι εσύ, πατέρα ξένε, να παραβγείς σε κάποιο αγώνισμα,
όποιο νομίζεις πως κατέχεις, γιατί δεν φαίνεσαι άπειρος
στα αθλήματα. Λέω, στον κόσμο δεν υπάρχει δόξα μεγαλύτερη,
αν κάποιος κάτι κατορθώσει είτε στα πόδια είτε με τα χέρια του.
Έλα λοιπόν κι εσύ, δοκίμασε, διώξε τη θλίψη απ᾽ την ψυχή σου·
150πολύ πια δεν απέχει η ώρα της επιστροφής σου· έτοιμο
το καράβι στα βαθιά νερά, έτοιμοι κι όσοι θα σε συντροφέψουν.»