Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (3.329-3.394)


Ὣς ἔφατ᾽, ἠέλιος δ᾽ ἄρ᾽ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε.
330 τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Ὦ γέρον, ἦ τοι ταῦτα κατὰ μοῖραν κατέλεξας·
ἀλλ᾽ ἄγε τάμνετε μὲν γλώσσας, κεράασθε δὲ οἶνον,
ὄφρα Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισι
σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα· τοῖο γὰρ ὥρη.
335 ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ᾽ ὑπὸ ζόφον, οὐδὲ ἔοικε
δηθὰ θεῶν ἐν δαιτὶ θαασσέμεν, ἀλλὰ νέεσθαι.»
Ἦ ῥα Διὸς θυγάτηρ, οἱ δ᾽ ἔκλυον αὐδησάσης·
τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο,
340 νώμησαν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσι·
γλώσσας δ᾽ ἐν πυρὶ βάλλον, ἀνιστάμενοι δ᾽ ἐπέλειβον.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
δὴ τότ᾽ Ἀθηναίη καὶ Τηλέμαχος θεοειδὴς
ἄμφω ἱέσθην κοίλην ἐπὶ νῆα νέεσθαι.
345 Νέστωρ δ᾽ αὖ κατέρυκε καθαπτόμενος ἐπέεσσι·
«Ζεὺς τό γ᾽ ἀλεξήσειε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
ὡς ὑμεῖς παρ᾽ ἐμεῖο θοὴν ἐπὶ νῆα κίοιτε
ὥς τέ τευ ἢ παρὰ πάμπαν ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ,
ᾧ οὔ τι χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
350 οὔτ᾽ αὐτῷ μαλακῶς οὔτε ξείνοισιν ἐνεύδειν.
αὐτὰρ ἐμοὶ πάρα μὲν χλαῖναι καὶ ῥήγεα καλά.
οὔ θην δὴ τοῦδ᾽ ἀνδρὸς Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς
νηὸς ἐπ᾽ ἰκριόφιν καταλέξεται, ὄφρ᾽ ἂν ἐγώ γε
ζώω, ἔπειτα δὲ παῖδες ἐνὶ μεγάροισι λίπωνται,
355 ξείνους ξεινίζειν, ὅς τίς κ᾽ ἐμὰ δώμαθ᾽ ἵκηται.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«εὖ δὴ ταῦτά γ᾽ ἔφησθα, γέρον φίλε· σοὶ δὲ ἔοικε
Τηλέμαχον πείθεσθαι, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως.
ἀλλ᾽ οὗτος μὲν νῦν σοι ἅμ᾽ ἕψεται, ὄφρα κεν εὕδῃ
360 σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν· ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ νῆα μέλαιναν
εἶμ᾽, ἵνα θαρσύνω θ᾽ ἑτάρους εἴπω τε ἕκαστα.
οἶος γὰρ μετὰ τοῖσι γεραίτερος εὔχομαι εἶναι·
οἱ δ᾽ ἄλλοι φιλότητι νεώτεροι ἄνδρες ἕπονται,
πάντες ὁμηλικίη μεγαθύμου Τηλεμάχοιο.
365 ἔνθα κε λεξαίμην κοίλῃ παρὰ νηῒ μελαίνῃ
νῦν· ἀτὰρ ἠῶθεν μετὰ Καύκωνας μεγαθύμους
εἶμ᾽ ἔνθα χρεῖός μοι ὀφέλλεται, οὔ τι νέον γε
οὐδ᾽ ὀλίγον· σὺ δὲ τοῦτον, ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα,
πέμψον σὺν δίφρῳ τε καὶ υἱέϊ· δὸς δέ οἱ ἵππους,
370 οἵ τοι ἐλαφρότατοι θείειν καὶ κάρτος ἄριστοι.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
φήνῃ εἰδομένη· θάμβος δ᾽ ἕλε πάντας Ἀχαιούς,
θαύμαζεν δ᾽ ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὀφθαλμοῖσι·
Τηλεμάχου δ᾽ ἕλε χεῖρα, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
375«Ὦ φίλος, οὔ σε ἔολπα κακὸν καὶ ἄναλκιν ἔσεσθαι,
εἰ δή τοι νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται.
οὐ μὲν γάρ τις ὅδ᾽ ἄλλος Ὀλύμπια δώματ᾽ ἐχόντων,
ἀλλὰ Διὸς θυγάτηρ, κυδίστη τριτογένεια,
ἥ τοι καὶ πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἐν Ἀργείοισιν ἐτίμα.
380 ἀλλά, ἄνασσ᾽, ἵληθι, δίδωθι δέ μοι κλέος ἐσθλόν,
αὐτῷ καὶ παίδεσσι καὶ αἰδοίῃ παρακοίτι·
σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον,
ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ·
τήν τοι ἐγὼ ῥέξω χρυσὸν κέρασιν περιχεύας.»
385Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη.
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν, ἑὰ πρὸς δώματα καλά.
ἀλλ᾽ ὅτε δώμαθ᾽ ἵκοντο ἀγακλυτὰ τοῖο ἄνακτος,
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
390 τοῖς δ᾽ ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν
οἴνου ἡδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ
ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε·
τοῦ ὁ γέρων κρητῆρα κεράσσατο, πολλὰ δ᾽ Ἀθήνῃ
εὔχετ᾽ ἀποσπένδων, κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο.


Έτσι μιλώντας, έδυσε ο ήλιος κι έπεσε το σκοτάδι·
330τότε τον λόγο πήρε μεταξύ τους, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά:
«Γέροντα, τα λεγόμενά σου όλα καλά και στη σειρά!
Αλλά προτείνω οι γλώσσες τώρα να κοπούν, να συγκεράσετε κρασί,
πρώτα να κάνουμε σπονδή στον Ποσειδώνα και στους άλλους αθανάτους,
μετά σκεφτόμαστε τον ύπνο, έφτασε λέω η ώρα του·
κι όπως το φως βυθίστηκε στα σκότη, δεν μας ταιριάζει πια
να μείνουμε άλλο στο τραπέζι των θεών, πρέπει
να πάμε σπίτια μας.»
Αυτά τους είπε η θυγατέρα του Διός, κι εκείνοι υπάκουσαν τον λόγο της:
κήρυκες έφεραν νερό και το ᾽χυναν πάνω στα χέρια τους·
340έφηβοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες· τις κούπες σ᾽ όλους μοίρασαν,
να κάνουν τη σπονδή. Έβαλαν άλλοι στη φωτιά τις γλώσσες, κι έπειτα αυτοί
στάλαζαν όρθιοι το κρασί.
Όταν με τη σπονδή τους τέλειωσαν, κι ήπιαν όσο το θέλησε η ψυχή τους,
τότε ο Τηλέμαχος θεόμορφος κι η Αθηνά θεά,
οι δυο μαζί, κινούν να παν στο βαθουλό καράβι.
Αλλά τους συγκρατούσε ο Νέστορας και τους απέτρεπε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Ας το εμποδίσει ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
με τη δική μου συγκατάθεση, να κατεβείτε εσείς στο γρήγορο καράβι·
σαν να ᾽μουν κάποιος δίχως ρούχο, πάμφτωχος,
που μήτε βρίσκονται στο σπίτι του φλοκάτες, μήτε
σκεπάσματα καλά, να κοιμηθεί κι αυτός στα μαλακά
350αλλά και ξένους να κοιμίσει.
Υπάρχουν ευτυχώς πολλές φλοκάτες και καλά σκεπάσματα,
γι᾽ αυτό δεν πρόκειται τέτοιου πατέρα, του Οδυσσέα, ο ακριβός του γιος
σε καραβίσια κουβέρτα να πλαγιάσει· όσο ακόμη εγώ θα ζω,
αλλά κι αφού θα μείνουν κληρονόμοι στο παλάτι οι γιοι μου,
τους ξένους πάντα θα φιλοξενούν, όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου.»
Πάλι στον Νέστορα αποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Καλέ μου γέροντα, καλός ο λόγος που είπες· και πρέπει
κι ο Τηλέμαχος να τον ακούσει — θα ᾽ταν αυτό και το καλύτερο.
Λοιπόν, μαζί σου τώρα να συμπορευτεί και στο παλάτι σου
360να κοιμηθεί· όσο για μένα, κατεβαίνω προς το μελανό καράβι,
θάρρος να δώσω στους συντρόφους και να τους εξηγήσω τα καθέκαστα.
Γιατί είμαι ο μόνος που λογαριάζομαι πιο γέρος μεταξύ τους·
νεότεροί μου οι άλλοι, όσοι ταξίδεψαν μαζί του από αγάπη,
όλοι τους συνομήλικοι με τον γενναίο Τηλέμαχο.
Εκεί λοιπόν, στο μελανό πλεούμενο, λέω να πλαγιάσω απόψε·
με της αυγής όμως το χάραμα, το ᾽χω σκοπό να πάω
στους θαρραλέους Καύκωνες, που κάτι μου χρωστούν —
μήτε καινούργιο χρέος, μήτε λίγο.
Αλλά κι εσύ τον νέο Τηλέμαχο, που βρέθηκε στο αρχοντικό σου,
να τον προπέμψεις μ᾽ ένα αμάξι και τον γιο σου· του δίνεις άλογα,
370ανάλαφρα στο τρέξιμο, στη δύναμη όμως τα καλύτερα.»
Κι όπως αντήχησε η φωνή της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
πέταξε κι έφυγε ψηλά, σάμπως γυπαετός· έκθαμβοι
όλοι οι Αχαιοί, κι ο γέροντας, που αντίκρισε το θαύμα με τα μάτια του,
γέμισε θαυμασμό.
Έπιασε τότε του Τηλέμαχου το χέρι, κι έτσι μιλώντας τον προσφώνησε:
«Φίλε ακριβέ μου, φόβο δεν έχω πως θα βγεις μικρός στο μέλλον και δειλός,
αν τώρα, τόσο νέο, θεοί σε συντροφεύουν στο ταξίδι σου.
Όχι, δεν ήταν κάποιος άλλος ο θεός αυτός απ᾽ όσους κατοικούν τον Όλυμπο·
μόνο η θυγατέρα του Διός που κυνηγά τη λεία, η Τριτογένεια,
εκείνη που τιμούσε στους Αργείους τον λαμπρό πατέρα σου.
380Ω Δέσποινα, σπλαχνίσου μας, δώσε μου δόξα και τιμή,
σ᾽ εμένα, τα παιδιά μου, τη σεμνή γυναίκα μου.
Κι εγώ χρονιάρικη δαμάλα θα σου σφάξω, με κούτελο φαρδύ
κι αδάμαστη, να μην την έχει βάλει ο άνθρωπος ακόμη στον ζυγό —
τέτοια θα σου προσφέρω εγώ, χρυσώνοντας τα κέρατά της.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια ευχήθηκε, κι η Αθηνά Παλλάδα τον επάκουσε.
Τότε τον δρόμο πήρε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ
και ηγεμονεύοντας τους γιους και τους γαμπρούς του προχώρησε
στο ωραίο παλάτι.
Φτάνοντας έπειτα στο δοξασμένο ανάκτορο του βασιλιά,
κάθησαν όλοι στη σειρά σε θρόνους και καθίσματα.
390Και για τους καλεσμένους στον κρατήρα ο γέροντας συγκέρασε
κρασί γλυκόπιοτο, από πιθάρι που η κελάρισσα το φύλαγε
έντεκα χρόνια ολόκληρα, και τώρα το άνοιξε
ξελύνοντας το σφράγισμά του.
Τέτοιο κρασί κέρασε στον κρατήρα ο γέροντας, κι ευχήθηκε πολλά
στην Αθηνά με τη σπονδή του, τη θυγατέρα του Διός
που την αιγίδα του κρατεί.