Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (24.203-24.279)


Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἑσταότ᾽ εἰν Ἀΐδαο δόμοις, ὑπὸ κεύθεσι γαίης·
205 οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἐκ πόλιος κατέβαν, τάχα δ᾽ ἀγρὸν ἵκοντο
καλὸν Λαέρταο τετυγμένον, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
Λαέρτης κτεάτισσεν, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾽ ἐμόγησεν.
ἔνθα οἱ οἶκος ἔην, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ,
ἐν τῷ σιτέσκοντο καὶ ἵζανον ἠδὲ ἴαυον
210 δμῶες ἀναγκαῖοι, τοί οἱ φίλα ἐργάζοντο.
ἐν δὲ γυνὴ Σικελὴ γρηῢς πέλεν, ἥ ῥα γέροντα
ἐνδυκέως κομέεσκεν ἐπ᾽ ἀγροῦ, νόσφι πόληος.
ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς δμώεσσι καὶ υἱέϊ μῦθον ἔειπεν·
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἔλθετ᾽ ἐϋκτίμενον δόμον εἴσω,
215 δεῖπνον δ᾽ αἶψα συῶν ἱερεύσατε ὅς τις ἄριστος·
αὐτὰρ ἐγὼ πατρὸς πειρήσομαι ἡμετέροιο,
αἴ κέ μ᾽ ἐπιγνώῃ καὶ φράσσεται ὀφθαλμοῖσιν,
ἦέ κεν ἀγνοιῇσι πολὺν χρόνον ἀμφὶς ἐόντα.»
Ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἀρήϊα τεύχε᾽ ἔδωκεν.
220 οἱ μὲν ἔπειτα δόμονδε θοῶς κίον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλῳῆς πειρητίζων.
οὐδ᾽ εὗρεν Δολίον, μέγαν ὄρχατον ἐσκαταβαίνων,
οὐδέ τινα δμώων οὐδ᾽ υἱῶν· ἀλλ᾽ ἄρα τοί γε
αἱμασιὰς λέξοντες ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος
225 οἴχοντ᾽, αὐτὰρ ὁ τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε.
τὸν δ᾽ οἶον πατέρ᾽ εὗρεν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλῳῇ,
λιστρεύοντα φυτόν· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα
ῥαπτὸν ἀεικέλιον, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας
κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων,
230 χειρῖδάς τ᾽ ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκ᾽· αὐτὰρ ὕπερθεν
αἰγείην κυνέην κεφαλῇ ἔχε, πένθος ἀέξων.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
γήραϊ τειρόμενον, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
στὰς ἄρ᾽ ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην κατὰ δάκρυον εἶβε.
235 μερμήριξε δ᾽ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρ᾽, ἠδὲ ἕκαστα
εἰπεῖν, ὡς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
ἦ πρῶτ᾽ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
240 πρῶτον κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι.
τὰ φρονέων ἰθὺς κίεν αὐτοῦ δῖος Ὀδυσσεύς.
ἦ τοι ὁ μὲν κατέχων κεφαλὴν φυτὸν ἀμφελάχαινε·
τὸν δὲ παριστάμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός·
«ὦ γέρον, οὐκ ἀδαημονίη σ᾽ ἔχει ἀμφιπολεύειν
245 ὄρχατον, ἀλλ᾽ εὖ τοι κομιδὴ ἔχει, οὐδέ τι πάμπαν,
οὐ φυτόν, οὐ συκέη, οὐκ ἄμπελος, οὐ μὲν ἐλαίη,
οὐκ ὄγχνη, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δὲ μὴ χόλον ἔνθεο θυμῷ·
αὐτόν σ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾽ ἅμα γῆρας
250 λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι.
οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ᾽ οὔ σε κομίζει,
οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι
εἶδος καὶ μέγεθος· βασιλῆι γὰρ ἀνδρὶ ἔοικας.
τοιούτῳ δὲ ἔοικας, ἐπεὶ λούσαιτο φάγοι τε,
255 εὑδέμεναι μαλακῶς· ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
τεῦ δμώς εἰς ἀνδρῶν; τεῦ δ᾽ ὄρχατον ἀμφιπολεύεις;
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ,
εἰ ἐτεόν γ᾽ Ἰθάκην τήνδ᾽ ἱκόμεθ᾽, ὥς μοι ἔειπεν
260 οὗτος ἀνὴρ νῦν δὴ ξυμβλήμενος ἐνθάδ᾽ ἰόντι,
οὔ τι μάλ᾽ ἀρτίφρων, ἐπεὶ οὐ τόλμησεν ἕκαστα
εἰπεῖν ἠδ᾽ ἐπακοῦσαι ἐμὸν ἔπος, ὡς ἐρέεινον
ἀμφὶ ξείνῳ ἐμῷ, ἤ που ζώει τε καὶ ἔστιν,
ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν.
265 ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον·
ἄνδρα ποτ᾽ ἐξείνισσα φίλῃ ἐν πατρίδι γαίῃ
ἡμέτερόνδ᾽ ἐλθόντα, καὶ οὔ πώ τις βροτὸς ἄλλος
ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα·
εὔχετο δ᾽ ἐξ Ἰθάκης γένος ἔμμεναι, αὐτὰρ ἔφασκε
270 Λαέρτην Ἀρκεισιάδην πατέρ᾽ ἔμμεναι αὐτῷ.
τὸν μὲν ἐγὼ πρὸς δώματ᾽ ἄγων ἐῢ ἐξείνισσα,
ἐνδυκέως φιλέων, πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων,
καί οἱ δῶρα πόρον ξεινήϊα, οἷα ἐῴκει.
χρυσοῦ μέν οἱ δῶκ᾽ εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα,
275 δῶκα δέ οἱ κρητῆρα πανάργυρον ἀνθεμόεντα,
δώδεκα δ᾽ ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας,
τόσσα δὲ φάρεα καλά, τόσους δ᾽ ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας,
χωρὶς δ᾽ αὖτε γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας
τέσσαρας εἰδαλίμας, ἃς ἤθελεν αὐτὸς ἑλέσθαι.»


Έτσι μιλούσαν μεταξύ τους οι ψυχές στον Άδη,
στα έγκατα της γης. Ενώ στον πάνω κόσμο οι άλλοι,
από την πόλη κατεβαίνοντας, γρήγορα προχωρώντας,
φτάνουν στο χτήμα του Λαέρτη — καλοφτιαγμένο χτήμα, που κάποτε
με μόχθο και πολύν ιδρώτα μόνος του το συγύρισε.
Εκεί στεκόταν το δικό του σπιτικό, και γύρω γύρω τα καλύβια,
να τρων, να κάθονται και να κοιμούνται οι αναγκαίοι δούλοι,
210που τον εφρόντιζαν πάντα μ᾽ αγάπη.
Ανάμεσά τους μια γριά, από τη Σικελία φερμένη, τον γέροντα
πιστά γηροκομούσε, εδώ στα χτήματα, μακριά απ᾽ την πόλη.
Τότε στον γιο και στους δικούς του δούλους ο Οδυσσέας μίλησε:
«Εσείς μπείτε σε τούτο το καλοχτισμένο σπίτι,
σφάξετε γρήγορα ένα χοίρο, τον καλύτερο, φροντίζοντας το γεύμα.
Όσο για μένα, πάω να βρω, να δοκιμάσω τον πατέρα μου,
ανίσως με γνωρίσει, όταν με δουν τα μάτια του,
ή μήπως του φανώ αγνώριστος, μετά από τόσα χρόνια
που έλειψα στα ξένα.»
Είπε, κι αμέσως τα όπλα του πολέμου παρέδωσε στους δούλους.
220Κι ενώ εκείνοι βιαστικά προχώρησαν στο σπίτι, ο Οδυσσέας
τράβηξε προς το πολύκαρπο χωράφι, να δοκιμάσει τον πατέρα του.
Δεν βρήκε ωστόσο, κατεβαίνοντας στο μέγα περιβόλι,
τον Δολίο μήτε κανέναν άλλον απ᾽ τους δούλους
ή τους γιους του· όλοι τους είχαν πάει να μαζέψουν πέτρες,
να φτιάξουν τον περίβολο στο χτήμα — μαζί τους, πρώτος ο γερο-Δολίος.
Πέτυχε έτσι μόνον τον πατέρα του μέσα στο φροντισμένο περιβόλι,
κάποιο δεντράκι να σκαλίζει: βρώμικος ο χιτώνας που φορούσε,
κακοραμμένος κι άσχημος· πετσιά βοδίσια συραμμένα στ᾽ αντικνήμια του,
230τ᾽ αγκάθια ν᾽ αποφεύγει· στα χέρια γάντια πέτσινα, προφύλαξη
απ᾽ τα βάτα· και πάνω στο κεφάλι του γιδίσιος σκούφος,
να μην τον καίει ο ήλιος.
Μόλις ο θείος Οδυσσέας τον αντίκρισε, από τα γηρατειά βασανισμένο,
τυραννισμένο απ᾽ τον καημό που έκρυβε μέσα του, στάθηκε κάτω
από το φούντωμα μιας αχλαδιάς και δάκρυα τα μάτια του πλημμύρισαν.
Μετά νους και καρδιά του διχογνώμησαν:
να πέσει στην αγκάλη του πατέρα του, να τον φιλήσει, να φανερώσει
αμέσως τα καθέκαστα, πως ήλθε κι έφτασε στην πατρική του γη;
ή ρωτώντας να τον δοκιμάσει, να μάθει πρώτα τα δικά του;
Κι όπως το συλλογίστηκε, το δεύτερο του φάνηκε καλύτερο.
240Με τέτοια απόφαση προχώρησε στο μέρος του πατέρα του
ο θείος Οδυσσέας· εκείνος, με σκυμμένο ακόμη το κεφάλι,
σκάλιζε το δεντράκι του, και τότε αυτός, ο ξακουσμένος γιος, πλάι του
στάθηκε κι έτσι του μίλησε:
«Γέροντα αμάθητος δεν φαίνεσαι, στο πώς φροντίζουν ένα περιβόλι.
Όλα η φροντίδα σου τα νοιάζεται, και με το παραπάνω.
Αφρόντιστα από σένα δεν περιμένουνε στο περιβόλι μήτε τα φύτρα
κι οι βραγιές, μήτε η συκιά, το κλήμα, η ελιά, η αχλαδιά.
Αλλά θα κάνω τώρα άλλη ερώτηση, και μη θυμώσεις σε παρακαλώ.
Δεν βλέπω να φροντίζεσαι κι εσύ ο ίδιος· πέφτουν βαριά
τα γηρατειά στους ώμους σου· άπλυτος έμεινες και στέγνωσες, άσχημα είναι
250και τα ρούχα που φορείς.
Δεν φαίνεσαι ανεπρόκοπος, ώστε το αφεντικό να σε κρατεί
σ᾽ αυτό το χάλι. Αλλά και δούλος δεν μου μοιάζεις, με τη μορφή σου αυτή
και το παράστημά σου — έχεις την όψη άρχοντα.
Τέτοιος φαντάζει, αν κάποιος, λουσμένος πρώτα και χορτάτος, πέφτει
σε στρώμα μαλακό να κοιμηθεί — στους γέροντες αυτά ταιριάζουν.
Παρ᾽ όλα ταύτα και τούτο πες μου, μη μου κρύψεις την αλήθεια:
ποιος ο αφέντης που υπηρετείς και που το χτήμα του δουλεύεις;
Αλλά και κάτι ακόμη σου ζητώ, θέλω ακριβώς να μάθω·
αν πράγματι είναι αυτή η Ιθάκη εδώ που φτάσαμε, όπως, πριν από λίγο
260μου το ᾽πε κάποιος που τον αντάμωσα στον δρόμο μου,
μόνο που δεν φαινόταν να ᾽ναι στα πολύ καλά του, αφού
δεν είχε την υπομονή να μου μιλήσει, ν᾽ αποκριθεί στον λόγο μου,
όταν τον ρώτησα για κάποιον φίλο, αν ζει ακόμη, αν στέκεται
στα πόδια του, ή μήπως πέθανε και βρίσκεται κάτω στον Άδη.
Έχω και τούτο να σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου·
κάποτε κάποιον φιλοξένησα στην πατρική μου γη, τον φίλεψα
στο σπιτικό μου — κανένας άλλος ξένος σπίτι μου δεν πάτησε,
που να του δείξω εγώ τόση φιλία.
Αυτός λοιπόν περηφανεύονταν ότι κρατεί η γενιά του απ᾽ την Ιθάκη,
270έλεγε μάλιστα πως είχε πατέρα τον Λαέρτη, τον γιο του Αρκείσιου.
Κι εγώ τον πήρα και τον έφερα στο σπιτικό μου, καλά τον φιλοξένησα,
τον φίλεψα μ᾽ αγάπη, μ᾽ όσα πολλά αγαθά είχε το αρχοντικό μου.
Του χάρισα δώρα φιλόξενα, όπως ταιριάζει στην περίσταση:
τάλαντα επτά του δίνω μάλαμα καλοδουλεμένο· κι ακόμη του πρόσφερα
κρατήρα ατόφιο ασήμι, στολισμένο μ᾽ άνθη· μονές δώδεκα χλαίνες, σκεπάσματα
άλλα τόσα, τόσα ωραία φαντά, ισάριθμους χιτώνες.
Χώρια οι γυναίκες σκλάβες, που ξέρουν άψογα την τέχνη τους·
τέσσερις κι όμορφες αυτές, να τις διαλέξει μόνος του, καταπώς ήθελε.»