Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (16.321-16.392)


Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτ᾽ Ἰθάκηνδε κατήγετο νηῦς εὐεργής,
ἣ φέρε Τηλέμαχον Πυλόθεν καὶ πάντας ἑταίρους.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκοντο,
325 νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν,
τεύχεα δέ σφ᾽ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες,
αὐτίκα δ᾽ ἐς Κλυτίοιο φέρον περικαλλέα δῶρα.
αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,
330 οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ᾽ ἀγροῦ, νῆα δ᾽ ἀνώγει
ἄστυδ᾽ ἀποπλείειν, ἵνα μὴ δείσασ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ἰφθίμη βασίλεια τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβοι.
τὼ δὲ συναντήτην κῆρυξ καὶ δῖος ὑφορβὸς
τῆς αὐτῆς ἕνεκ᾽ ἀγγελίης, ἐρέοντε γυναικί.
335 ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκοντο δόμον θείου βασιλῆος,
κῆρυξ μέν ῥα μέσῃσι μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν·
«ἤδη τοι, βασίλεια, φίλος πάϊς εἰλήλουθε.»
Πηνελοπείῃ δ᾽ εἶπε συβώτης ἄγχι παραστὰς
πάνθ᾽ ὅσα οἱ φίλος υἱὸς ἀνώγει μυθήσασθαι.
340 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπε,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μεθ᾽ ὕας, λίπε δ᾽ ἕρκεά τε μέγαρόν τε.
Μνηστῆρες δ᾽ ἀκάχοντο κατήφησάν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐκ δ᾽ ἦλθον μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς,
αὐτοῦ δὲ προπάροιθε θυράων ἑδριόωντο.
345 τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
«ὦ φίλοι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως τετέλεσται
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε· φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.
ἀλλ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν, ἥ τις ἀρίστη,
ἐς δ᾽ ἐρέτας ἁλιῆας ἀγείρομεν, οἵ κε τάχιστα
350 κείνοις ἀγγείλωσι θοῶς οἶκόνδε νέεσθαι.»
Οὔ πω πᾶν εἴρηθ᾽, ὅτ᾽ ἄρ᾽ Ἀμφίνομος ἴδε νῆα,
στρεφθεὶς ἐκ χώρης, λιμένος πολυβενθέος ἐντός,
ἱστία τε στέλλοντας ἐρετμά τε χερσὶν ἔχοντας.
ἡδὺ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκγελάσας μετεφώνεεν οἷς ἑτάροισι·
355 «μή τιν᾽ ἔτ᾽ ἀγγελίην ὀτρύνομεν· οἵδε γὰρ ἔνδον.
ἤ τίς σφιν τόδ᾽ ἔειπε θεῶν, ἢ ἔσιδον αὐτοὶ
νῆα παρερχομένην, τὴν δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχῆναι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνστάντες ἔβαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
αἶψα δὲ νῆα μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν,
360 τεύχεα δέ σφ᾽ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες.
αὐτοὶ δ᾽ εἰς ἀγορὴν κίον ἁθρόοι, οὐδέ τιν᾽ ἄλλον
εἴων οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«ὢ πόποι, ὡς τόνδ᾽ ἄνδρα θεοὶ κακότητος ἔλυσαν.
365 ἤματα μὲν σκοποὶ ἷζον ἐπ᾽ ἄκριας ἠνεμοέσσας
αἰὲν ἐπασσύτεροι· ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι
οὔ ποτ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου νύκτ᾽ ἄσαμεν, ἀλλ᾽ ἐνὶ πόντῳ
νηῒ θοῇ πλείοντες ἐμίμνομεν Ἠῶ δῖαν,
Τηλέμαχον λοχόωντες, ἵνα φθείσωμεν ἑλόντες
370 αὐτόν· τὸν δ᾽ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων.
ἡμεῖς δ᾽ ἐνθάδε οἱ φραζώμεθα λυγρὸν ὄλεθρον
Τηλεμάχῳ, μηδ᾽ ἧμας ὑπεκφύγοι· οὐ γὰρ ὀΐω
τούτου γε ζώοντος ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα.
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε,
375 λαοὶ δ᾽ οὐκέτι πάμπαν ἐφ᾽ ἡμῖν ἦρα φέρουσιν.
ἀλλ᾽ ἄγετε, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς
εἰς ἀγορήν ―οὐ γάρ τι μεθησέμεναί μιν ὀΐω,
ἀλλ᾽ ἀπομηνίσει, ἐρέει δ᾽ ἐν πᾶσιν ἀναστὰς
οὕνεκά οἱ φόνον αἰπὺν ἐράπτομεν οὐδ᾽ ἐκίχημεν·
380 οἱ δ᾽ οὐκ αἰνήσουσιν ἀκούοντες κακὰ ἔργα·
μή τι κακὸν ῥέξωσι καὶ ἥμεας ἐξελάσωσι
γαίης ἡμετέρης, ἄλλων δ᾽ ἀφικώμεθα δῆμον·
ἀλλὰ φθέωμεν ἑλόντες ἐπ᾽ ἀγροῦ νόσφι πόληος
ἢ ἐν ὁδῷ· βίοτον δ᾽ αὐτοὶ καὶ κτήματ᾽ ἔχωμεν,
385 δασσάμενοι κατὰ μοῖραν ἐφ᾽ ἡμέας, οἰκία δ᾽ αὖτε
κείνου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾽ ὅς τις ὀπυίοι.
εἰ δ᾽ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει, ἀλλὰ βόλεσθε
αὐτόν τε ζώειν καὶ ἔχειν πατρώϊα πάντα,
μή οἱ χρήματ᾽ ἔπειτα ἅλις θυμηδέ᾽ ἔδωμεν
390 ἐνθάδ᾽ ἀγειρόμενοι, ἀλλ᾽ ἐκ μεγάροιο ἕκαστος
μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος· ἡ δέ κ᾽ ἔπειτα
γήμαιθ᾽ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.»


Κι ενώ εκείνοι μεταξύ τους έτσι συνομιλούσαν,
έμπαινε κιόλας στην Ιθάκη το καλοχτισμένο πλοίο,
αυτό που τον Τηλέμαχο έφερε απ᾽ την Πύλο
και τους συντρόφους του όλους.
Κι όταν προσάραξε μες στο βαθύ λιμάνι,
τράβηξαν στην ακτή το μελανό καράβι, κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι
τους πήραν τ᾽ άρματα. Με δίχως καθυστέρηση μετέφεραν μετά
τα εξαίσια δώρα στου Κλυτίου το σπίτι,
κι αμέσως έστειλαν τον κήρυκα στου Οδυσσέα τα δώματα, την αγγελία να φέρει
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, πως ο Τηλέμαχος είχε ξεμείνει
330στους αγρούς, έδωσε όμως εντολή να καταπλεύσει το πλεούμενο
ίσα στην πόλη, για να μην έχει μέσα της τον φόβο η φρόνιμη βασίλισσα
και τρέχει από τα μάτια της το δάκρυ της ποτάμι.
Συνέπεσαν ωστόσο κήρυκας και θείος χοιροβοσκός,
με το ίδιο μήνυμα κι οι δυο, για να το πουν στην Πηνελόπη.
Κι όταν μέσα στο σπίτι βρέθηκαν του θεϊκού Οδυσσέα,
φώναξε ο κήρυκας ανάμεσα στις άλλες δούλες:
«Βασίλισσα, γύρισε πίσω το αγαπημένο σου παιδί.»
Συγχρόνως ο χοιροβοσκός στάθηκε πλάι στην Πηνελόπη,
της εξηγούσε τα όσα του είχε παραγγείλει ο αγαπημένος γιος της,
340κι όταν απόσωσε την εντολή του ολόκληρη, άφησε πίσω του
παλάτι και περίβολο, και τράβηξε τον δρόμο του,
να βρει τους χοίρους του.
Όσο για τους μνηστήρες, κατσουφιασμένοι και στυφοί απ᾽ το κακό τους,
βγήκαν απ᾽ τη μεγάλη αίθουσα, προσπέρασαν τον υψωμένο τοίχο
της αυλής, κι απέξω εκεί, μπρος στην αυλόθυρα, μαζεύτηκαν.
Πρώτος ανάμεσά τους πήρε τον λόγο του Πολύβου ο γιος, ο Ευρύμαχος:
«Φίλοι μου, τι θρασύ κατόρθωμα κι αυτό που συντελέστηκε
με το ταξίδι του Τηλέμαχου — κι εμείς φωνάζαμε πως όχι,
ατέλεστο θα μείνει.
Μα τώρα εμπρός, καράβι μελανό να ρίξουμε
στη θάλασσα κι ας μαζευτούν οι κωπηλάτες ναύτες το ταχύτερο,
350να φέρουν μήνυμα σ᾽ αυτούς, αμέσως να γυρίσουν πίσω.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του και βλέπει ο Αμφίνομος,
στριφογυρίζοντας στη θέση του, το πλοίο κιόλας στο βαθύ λιμάνι·
να κατεβάζουν τα πανιά και να σηκώνουν τα κουπιά στα χέρια.
Ξέσπασε τότε σε γέλωτα ιλαρό, φωνάζοντας προς τους συντρόφους:
«Κάθε μας μήνυμα πια περισσεύει· να τοι μες στο λιμάνι!
Ή τους φανέρωσε το πράγμα ένας θεός, ή με τα μάτια τους
είδαν το πλοίο του Τηλεμάχου να τους προσπερνά,
αλλά δεν μπόρεσαν να το προλάβουν.»
Ακούγοντας τα λόγια του σηκώθηκαν μεμιάς και τράβηξαν να πάνε
στο ακρογιάλι. Γρήγορα εκείνοι σέρνουν στη στεριά το μελανό καράβι,
360κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι τους πήραν τ᾽ άρματα.
Όλοι μαζί μετά σπεύδουν για σύναξη στην αγορά, αλλά δεν άφησαν
πλάι τους να καθήσει κανένας άλλος, νέος ή γέρος.
Τότε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη, μπήκε στη μέση και τους είπε:
«Ουαί κι αλίμονο· πώς οι θεοί τον γλίτωσαν αυτόν από τον όλεθρο!
Όλη τη μέρα, στημένοι σε βίγλες ανεμόδαρτες,
άλλαζαν οι σκοποί μας βάρδια. Κι όταν ο ήλιος έγερνε στη δύση,
μήτε μια νύχτα δεν μας βρήκε ξαπλωμένους στη στεριά·
μέσα στο πέλαγος, πάνω στο γρήγορο καράβι, πλέοντας συνεχώς,
καραδοκούσαμε να φέξει το θείο φως της μέρας,
προσηλωμένοι στου Τηλεμάχου το καρτέρι, πώς θα τον πιάσουμε,
για να τον θανατώσουμε — κι όμως αυτόν σώο τον έφερε στο σπίτι
370σίγουρα κάποιος δαίμονας.
Καιρός όμως εδώ τον άθλιο χαλασμό να σοφιστούμε
του Τηλεμάχου· μη μας ξεφύγει πάλι μέσα από τα χέρια.
Γιατί, όσο εκείνος ζει, δεν βλέπω τη δουλειά μας να τελειώνει·
ξέρει καλά από μόνος του πώς να σκεφτεί και τι να αποφασίσει,
αλλά κι ο κόσμος πια δεν μας χαρίζεται κι εμάς σαν άλλοτε.
Λοιπόν βιαστείτε, προτού καλέσει εκείνος τους Αχαιούς
στην αγορά. Δεν το νομίζω πως θα μείνει με χέρια σταυρωμένα.
Διπλά οργισμένος, θα σηκωθεί σ᾽ όλους μπροστά, να φανερώσει
τον άγριο φόνο που μηχανευτήκαμε, αλλά δεν τον προλάβαμε·
κι αυτοί ασφαλώς δεν πρόκειται να μας παινέσουν, ακούγοντας
380τη βρώμική μας πράξη.
Μήπως μας βλάψουν άσχημα, μας εξορίσουν απ᾽ την ίδια μας
τη γη, και φτάσουμε σε ξένη χώρα.
Ας τον προλάβουμε λοιπόν, στα χέρια μας να πέσει· μακριά
απ᾽ την πόλη, στους αγρούς ή και στον δρόμο
να τον θανατώσουμε. Ύστερα μοιραζόμαστε τα πλούτη και τους θησαυρούς του —
ίσο μερίδιο όλοι. Το σπίτι θα το αφήσουμε ασφαλώς
στη μάνα του, να το ᾽χει αυτή κι όποιος την παντρευτεί.
Αν όμως δεν αρέσει ο λόγος μου, αν προτιμάτε να μείνει
ζωντανός αυτός και στο ακέραιο να κρατεί τα πατρικά αγαθά του, τότε
λέω να πάψουμε κι εμείς εδώ να μαζευόμαστε, να τρώμε
το δικό του βιος με σπάταλη ευχαρίστηση· καλύτερα
390ο καθένας χωριστά, από το σπίτι του να στέλνει προξενιό
και να της τάζει τα γαμήλια δώρα, κι εκείνη ας πάρει ταίρι της
όποιον τα πιο πολλά της δώσει κι όποιον της γράφει η μοίρα της.»