Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (2.208-2.266)


Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Εὐρύμαχ᾽ ἠδὲ καὶ ἄλλοι, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί,
210 ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ᾽ ἀγορεύω·
ἤδη γὰρ τὰ ἴσασι θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾽ ἑταίρους,
οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον.
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα,
215 νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσω
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισιν.
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω,
ἦ τ᾽ ἄν, τρυχόμενός περ ἔτι τλαίην ἐνιαυτόν·
220 εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσω μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντος,
νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
σῆμά τέ οἱ χεύω καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξω
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δώσω.»
Ἦ τοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
225 Μέντωρ, ὅς ῥ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἦεν ἑταῖρος,
καί οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα,
πείθεσθαί τε γέροντι καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσειν·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε·
«Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω·
230 μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι,
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν.
235 ἀλλ᾽ ἦ τοι μνηστῆρας ἀγήνορας οὔ τι μεγαίρω
ἔρδειν ἔργα βίαια κακορραφίῃσι νόοιο·
σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς κατέδουσι βιαίως
οἶκον Ὀδυσσῆος, τὸν δ᾽ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι.
νῦν δ᾽ ἄλλῳ δήμῳ νεμεσίζομαι, οἷον ἅπαντες
240 ἧσθ᾽ ἄνεῳ ἀτὰρ οὔ τι καθαπτόμενοι ἐπέεσσι
παύρους μνηστῆρας κατερύκετε πολλοὶ ἐόντες.»
Τὸν δ᾽ Εὐηνορίδης Ληόκριτος ἀντίον ηὔδα·
«Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποῖον ἔειπες
ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν. ἀργαλέον δὲ
245 ἀνδράσι καὶ πλεόνεσσι μαχήσασθαι περὶ δαιτί.
εἴ περ γάρ κ᾽ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος αὐτὸς ἐπελθὼν
δαινυμένους κατὰ δῶμα ἑὸν μνηστῆρας ἀγαυοὺς
ἐξελάσαι μεγάροιο μενοινήσει᾽ ἐνὶ θυμῷ,
οὔ κέν οἱ κεχάροιτο γυνή, μάλα περ χατέουσα,
250 ἐλθόντ᾽, ἀλλά κεν αὐτοῦ ἀεικέα πότμον ἐπίσποι,
εἰ πλεόνεσσι μάχοιτο· σὺ δ᾽ οὐ κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε, λαοὶ μὲν σκίδνασθ᾽ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος,
τούτῳ δ᾽ ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδὸν ἠδ᾽ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοί εἰσιν ἑταῖροι.
255 ἀλλ᾽, ὀΐω, καὶ δηθὰ καθήμενος ἀγγελιάων
πεύσεται εἰν Ἰθάκῃ, τελέει δ᾽ ὁδὸν οὔ ποτε ταύτην.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾽ ἀγορὴν αἰψηρήν.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ᾽ ἕκαστος,
μνηστῆρες δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἴσαν θείου Ὀδυσῆος.
260Τηλέμαχος δ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός, εὔχετ᾽ Ἀθήνῃ·
«Κλῦθί μοι, ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ
καί μ᾽ ἐν νηῒ κέλευσας ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον,
νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
265 ἔρχεσθαι· τὰ δὲ πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί,
μνηστῆρες δὲ μάλιστα, κακῶς ὑπερηνορέοντες.»


Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αντιμιλώντας αποκρίθηκε:
«Ευρύμαχε κι οι άλλοι υπόλοιποι λαμπροί μνηστήρες,
210δεν θα παρακαλέσω πια σ᾽ αυτά επιμένοντας,
γιατί τα ξέρουν οι θεοί κι οι Ιθακήσιοι όλοι.
Ένα μονάχα σας ζητώ, δώστε μου γρήγορο καράβι κι είκοσι συντρόφους,
που θα μου ανοίξουνε τον δρόμο, να πάω και να γυρίσω·
γιατί θα πορευτώ στη Σπάρτη, στην Πύλο με τις αμμουδιές,
κάτι να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που λείπει τόσα χρόνια,
ανίσως κάποιος μου τον πει, ή και στ᾽ αφτιά μου φτάσει η φήμη
του Διός, που φέρνει στους ανθρώπους τα καλά μηνύματα.
Αν ακουστεί πως ζει ο πατέρας μου και θα γυρίσει,
τότε, μ᾽ όλο το βάρος της καρδιάς μου, θα κάνω υπομονή κι αυτόν τον χρόνο.
220Αν όμως μάθω πως είναι πια νεκρός, πως χάθηκε και πάει,
γυρίζω αμέσως στη γλυκιά πατρίδα,
για χάρη του θα υψώσω τύμβο, θα προσφέρω νεκρώσιμες τιμές,
πολλές όσες του πρέπουν — ύστερα υπόσχομαι να δώσω τη μητέρα μου
σε κάποιον άλλο.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια κάθησε ο Τηλέμαχος, κι ανασηκώθηκε στη μέση
ο Μέντωρ, του άψογου Οδυσσέα σύντροφος πιστός —
σ᾽ αυτόν εκείνος, με τα καράβια ξεκινώντας, το σπιτικό τού ανέθεσε,
ν᾽ ακούν όλοι τον γέροντα Λαέρτη, κι εκείνος να φροντίζει
το πώς θα μείνουν τα πάντα ανέπαφα.
Τότε λοιπόν καλόγνωμος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Τώρα ακούστε με, Ιθακήσιοι, ό,τι κι αν έχω να σας πω:
230στο μέλλον λέω άλλος πια δεν θα βρεθεί καλός κι ευγενικός
σκηπτρούχος βασιλεύς, που μέσα του το δίκιο να πρεσβεύει·
θα ᾽ναι για πάντα αλύγιστος, δοσμένος στ᾽ ανίερα έργα·
αφού κανείς δεν τον θυμάται, λησμονήθηκεν εκείνος
που κυβερνούσε τον λαό του σαν πατέρας,
τίμιος και γλυκός, ο θείος Οδυσσεύς.
Όχι, δεν στρέφεται η οργή μου τόσο στους αγέρωχους μνηστήρες,
που βίαια πράττουν, δόλια σκέφτονται —
αυτοί παίζουνε το κεφάλι τους, ρημάζοντας του Οδυσσέα το σπίτι,
λέγοντας δεν γυρίζει πια·
όσο με τον υπόλοιπο λαό αγανακτώ, μ᾽ όλους εσάς
240που αμίλητοι μου κάθεστε, που δεν ελέγχετε λίγους μνηστήρες με τα λόγια σας,
που δεν τους αντιστέκεστε, εσείς πολλοί.»
Τότε αποκρίθηκε ο γιος του Ευήνορα Ληόκριτος:
«Μέντορα ελαφρόμυαλε, βλαμμένε· τι λόγος πάλι αυτός που λες,
να μας κρατήσουν! Μα είναι κάπως δύσκολο
για φαγοπότι να τα βάλουνε μαζί μας — δεν είμαστε ένας και δυο.
Ακόμη κι αν αυτοπροσώπως γύριζε ο ιθακήσιος Οδυσσέας,
αν μες στο σπίτι του τους έβρισκε να τρωγοπίνουν οι περήφανοι μνηστήρες,
αν μελετούσε ο νους του να τους πετάξει έξω απ᾽ το παλάτι,
λέω και πάλι η γυναίκα του, μ᾽ όλη της τη λαχτάρα, δεν θα χαιρόταν για πολύ
τον γυρισμό του· εδώ επιτόπου αυτός θα ᾽βρισκε
250τέλος άσχημο, μάχη αν άνοιγε με περισσότερους —
δεν μας τα λες λοιπόν καλά.
Αλλά προτείνω τώρα· σκορπιστείτε, κόσμε, καθένας στη δουλειά του.
Όσο για το ταξίδι του, ας του παρασταθούν ο Μέντωρ, ο Αλιθέρσης,
ήσαν που ήσαν εξαρχής οι φίλοι του πατέρα του.
Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης· εδώ θα μείνει, στην Ιθάκη,
πολύν καιρό θα κάθεται προσμένοντας μηνύματα —
όχι, δεν πρόκειται να φέρει σε πέρας το ταξίδι του.»
Έτσι τους μίλησε, κι απότομα λύει τη συνέλευση.
Εκείνοι τότε σκορπιστήκαν, πήγε ο καθένας σπίτι του,
αλλά οι μνηστήρες τράβηξαν ίσα προς το παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα.
260Μόνος του ο Τηλέμαχος αποχωρίστηκε, και κατεβαίνει στο ακρογιάλι,
τα χέρια του ένιψε με το νερό της αφρισμένης θάλασσας,
κι ύστερα ευχήθηκε στην Αθηνά:
«Επάκουσέ με, εσύ που χθες ήλθες θεά στο σπιτικό μας,
που με παρακινούσες μ᾽ ένα καράβι να ανοιχτώ στο θυμωμένο πέλαγο,
να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που τόσα χρόνια λείπει,
ανίσως επιστρέφει. Αλλά τα εμποδίζουν όλα τώρα οι Αχαιοί,
και πιο πολύ οι μνηστήρες, οι κακοί αλαζόνες.»