Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (14.457-14.533)


Νὺξ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπῆλθε κακή, σκοτομήνιος· ὗε δ᾽ ἄρα Ζεὺς
πάννυχος, αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος.
τοῖς δ᾽ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
460 εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι, ἤ τιν᾽ ἑταίρων
ἄλλον ἐποτρύνειεν, ἐπεί ἑο κήδετο λίην·
«κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι,
εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω· οἶνος γὰρ ἀνώγει
ἠλεός, ὅς τ᾽ ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ᾽ ἀεῖσαι
465 καί θ᾽ ἁπαλὸν γελάσαι, καί τ᾽ ὀρχήσασθαι ἀνῆκε,
καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ᾽ ἄρρητον ἄμεινον.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω.
εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη,
ὡς ὅθ᾽ ὑπὸ Τροίην λόχον ἤγομεν ἀρτύναντες.
470 ἡγείσθην δ᾽ Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεΐδης Μενέλαος,
τοῖσι δ᾽ ἅμα τρίτος ἄρχον ἐγών· αὐτοὶ γὰρ ἄνωγον.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἱκόμεσθα ποτὶ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος,
ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά,
ἂν δόνακας καὶ ἕλος, ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες
475 κείμεθα, νὺξ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος,
πηγυλίς· αὐτὰρ ὕπερθε χιὼν γένετ᾽ ἠΰτε πάχνη,
ψυχρή, καὶ σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος.
ἔνθ᾽ ἄλλοι πάντες χλαίνας ἔχον ἠδὲ χιτῶνας,
εὗδον δ᾽ εὔκηλοι, σάκεσιν εἰλυμένοι ὤμους·
480 αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον
ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης,
ἀλλ᾽ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾽ ἄστρα βεβήκει,
καὶ τότ᾽ ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα
485 ἀγκῶνι νύξας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐμμαπέως ὑπάκουσε·
“διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὔ τοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, ἀλλά με χεῖμα
δάμναται· οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ᾽ ἤπαφε δαίμων
οἰοχίτων᾽ ἔμεναι· νῦν δ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται.”
490 ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾽ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι·
φθεγξάμενος δ᾽ ὀλίγῃ ὀπί με πρὸς μῦθον ἔειπε·
“σίγα νῦν, μή τίς σευ Ἀχαιῶν ἄλλος ἀκούσῃ.”
ἦ καὶ ἐπ᾽ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν εἶπέ τε μῦθον·
495 “κλῦτε, φίλοι· θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος.
λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν· ἀλλά τις εἴη
εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,
εἰ πλέονας παρὰ ναῦφιν ἐποτρύνειε νέεσθαι.”
ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα Θόας, Ἀνδραίμονος υἱός,
500 καρπαλίμως, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε φοινικόεσσαν,
βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας· ἐγὼ δ᾽ ἐνὶ εἵματι κείνου
κείμην ἀσπασίως, φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς.
ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη·
δοίη κέν τις χλαῖναν ἐνὶ σταθμοῖσι συφορβῶν,
505 ἀμφότερον, φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἑῆος·
νῦν δέ μ᾽ ἀτιμάζουσι κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ὦ γέρον, αἶνος μέν τοι ἀμύμων, ὃν κατέλεξας,
οὐδέ τί πω παρὰ μοῖραν ἔπος νηκερδὲς ἔειπες·
510 τῷ οὔτ᾽ ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,
ὧν ἐπέοιχ᾽ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα,
νῦν· ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις.
οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες
ἐνθάδε ἕννυσθαι, μία δ᾽ οἴη φωτὶ ἑκάστῳ.
515 αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
αὐτός τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δώσει,
πέμψει δ᾽ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»
Ὣς εἰπὼν ἀνόρουσε, τίθει δ᾽ ἄρα οἱ πυρὸς ἐγγὺς
εὐνήν, ἐν δ᾽ ὀΐων τε καὶ αἰγῶν δέρματ᾽ ἔβαλλεν.
520 ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς κατέλεκτ᾽· ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ
πυκνὴν καὶ μεγάλην, ἥ οἱ παρακέσκετ᾽ ἀμοιβάς,
ἕννυσθαι ὅτε τις χειμὼν ἔκπαγλος ὄροιτο.
Ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς κοιμήσατο, τοὶ δὲ παρ᾽ αὐτὸν
ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι· οὐδὲ συβώτῃ
525 ἥνδανεν αὐτόθι κοῖτος, ὑῶν ἄπο κοιμηθῆναι,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἔξω ἰὼν ὁπλίζετο· χαῖρε δ᾽ Ὀδυσσεύς,
ὅττι ῥά οἱ βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος.
πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ᾽ ὤμοις,
ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ᾽ ἀλεξάνεμον, μάλα πυκνήν,
530 ἂν δὲ νάκην ἕλετ᾽ αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο,
εἵλετο δ᾽ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν.
βῆ δ᾽ ἴμεναι κείων ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες
πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον, Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ.


Αλλά τους βρήκε άσχημη νύχτα, αφέγγαρη και μαύρη,
ο Δίας έβρεχε ολονύχτιος, φυσούσε δυνατά ο υγρός πουνέντες.
Τότε ο Οδυσσέας τούς μίλησε, θέλοντας τον χοιροβοσκό να δοκιμάσει,
460ανίσως, βγάζοντας την κάπα του, θα του τη δώσει, μετά από τόση περιποίηση,
ή θα συστήσει να το κάνει κάποιος παραγιός:
«Εύμαιε, άκου, αλλά κι οι άλλοι σύντροφοί σου.
Θα πω μεγάλο λόγο· φαίνεται φταίει το ξέφρενο κρασί,
που ακόμη και τον φρονιμότερο τον παρασύρει σε αχαλίνωτο τραγούδι,
τον κάνει να ξεσπά σε χάχανα, να σέρνει τον χορό,
ή και να ξεστομίζει λόγια που θα ᾽ταν πιο καλό να τα κατάπινε.
Αλλά μια κι άνοιξα το στόμα μου, λέω να μην το κλείσω.
Ας ήμουν νιος μ᾽ αξόδευτη στα μέλη μου τη δύναμη,
όπως κάτω απ᾽ της Τροίας το κάστρο, όταν καρτέρι πήγαμε
470να στήσουμε, με αρχηγούς τον Οδυσσέα, τον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα,
κι εμένα τρίτον μεταξύ τους οδηγό — ήμουν επιλογή δική τους.
Φτάναμε πια κοντά στην πόλη με το ψηλό της κάστρο, κι όπως
βρεθήκαμε πλάι σε πυκνά χαμόδεντρα, σε βάλτο με καλάμια,
ζαρώσαμε συνάρματοι να κοιμηθούμε.
Αλλά, μέσα στη μαύρη, παγωμένη νύχτα σηκώνεται βοριάς· κρύο
το χιόνι, σαν την πάχνη, πέφτει πάνω μας, γινόταν κρύσταλλο
γύρω από τις ασπίδες μας.
Τότε λοιπόν οι άλλοι είχαν μαζί τους όλοι κάπες και χιτώνες,
κι ατάραχοι κοιμόντουσαν — η πλάτη σκεπασμένη με το σάκος.
480Μόνο εγώ είχα την κάπα μου πρωτύτερα αφήσει στους συντρόφους,
χωρίς να το σκεφτώ ο ανόητος, γιατί φαντάστηκα πως παρά ταύτα
δεν θα κινδύνευα να ξεπαγιάσω, πίσω γυρίζοντας μόνο με την ασπίδα μου,
ζωσμένος στον λαμπρό χιτώνα μου.
Αλλά καθώς η νύχτα προχωρούσε, κι όπως είχαν περάσει ώρα τα μεσάνυχτα, τρεμόσβηναν τ᾽ αστέρια, τον Οδυσσέα εγώ, που πλάγιαζε στο πλάι μου,
τον έσπρωξα με τον αγκώνα, κι αυτός πετάχτηκε κι αμέσως μ᾽ άκουσε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
δεν το πιστεύω πως θα μείνω με τους ζωντανούς, η παγωνιά
θα μ᾽ εξοντώσει. Γιατί δεν έχω κάπα, κάποιος δαίμονας με γέλασε
να μείνω μόνο με το πουκάμισό μου· δεν βλέπω τρόπο σωτηρίας πια.»
490Έτσι του μίλησα, κι ο νους του δούλεψε, έπιασε αμέσως την ιδέα
(όπως συνήθιζε πάντοτε να βουλεύεται και ν᾽ αγωνίζεται),
οπότε χαμηλόφωνα μιλώντας είπε:
«Τώρα σιωπή, να μη σ᾽ ακούσει άλλος κανείς από τους Αχαιούς.»
Μετά ακουμπώντας στον αγκώνα το κεφάλι του φωνάζει:
«Ακούστε, φίλοι· ήλθε στον ύπνο μου όνειρο θεϊκό:
σάμπως πολύ μακριά βρεθήκαμε απ᾽ τα πλοία· κάποιος
να τρέξει να το πει στον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα, τον στρατηλάτη·
να ξεσηκώσει κι άλλους από τα καράβια, για να μας συντρέξουν.»
Δεν πρόφτασε να πει τον λόγο του, κι ευθύς ο Θόας πετάχτηκε,
500ο γιος του Ανδραίμονα, που, ρίχνοντας την πορφυρή του κάπα, κινήθηκε
σαν αστραπή, τρέχοντας στα καράβια. Οπότε εγώ, στο ρούχο του ντυμένος,
κοιμόμουν ευχαριστημένος, ώσπου να φέξει η Αυγή χρυσόθρονη.
Αν ήμουν τώρα νιος, αν είχα αξόδευτη τη δύναμή μου ακόμη,
ίσως και κάποιος στο μαντρί χοιροβοσκός να μου ᾽δινε την κάπα του,
από αγάπη αλλά και σέβας, συνάμα και τα δυο, σε κάποιον άνθρωπο
που πράγματι το αξίζει.
Όμως με τα κουρέλια αυτά, τώρα δεν λογαριάζομαι.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Άψογη η παραβολή σου, γέροντα, και στη διήγησή σου
τίποτε επιλήψιμο κι ανώφελο δεν είπες.
510Γι᾽ αυτό δεν θα σου λείψει τίποτε, ρούχο ή κι οτιδήποτε,
όσα ταιριάζει να δεχτεί ταλαίπωρος ικέτης μας.
Αυτά προς το παρόν. Αλλά από αύριο, σαν φέξει, θα πρέπει
πάλι να αρκεστείς στα ράκη σου.
Εδώ πάντως δεν έχουμε παραπανίσιες κάπες και χιτώνες, για να τ᾽ αλλάζουμε
ο ένας με τον άλλο — μια χλαίνη μόνο πέφτει στον καθένα μας.
Αλλ᾽ όταν φτάσει κάποτε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος, αυτός και κάπα
θα σου δώσει να φορέσεις και χιτώνα, κι ακόμη
θα σε στείλει όπου τραβάει η ψυχή κι η όρεξή σου.»
Μιλώντας όπως μίλησε, πάνω πετάχτηκε, έστρωσε στη φωτιά κοντά
προβιές απανωτές, γιδίσιες, προβατίσιες· κι εκεί τον Οδυσσέα
520πλαγιάζοντας, τον σκέπασε με κάπα μεγάλη και χοντρή — την είχε
διαθέσιμη, να τη φορεί, όποτε πλάκωνε ασήκωτη η βαρυχειμωνιά.
Έτσι λοιπόν κι εκεί ο Οδυσσέας κοιμήθηκε — στο πλάι του
κοιμόντουσαν οι άλλοι νιούτσικοι βοσκοί.
Μόνο ο χοιροβοσκός δεν θέλησε κοντά τους να πλαγιάσει, να κοιμηθεί
χώρια απ᾽ τους χοίρους του· γι᾽ αυτό ετοιμάστηκε να βγει
παρέξω. Ένιωσε μέσα του ο Οδυσσέας χαρά, που έδειξε εκείνος
τόση φροντίδα για το βιος του, κι ας τον λογάριαζε μακριά.
Πέρασε τότε ο Εύμαιος το κοφτερό σπαθί στους στιβαρούς του ώμους,
τυλίχτηκε την κάπα του χοντρή για ανεμοφύλαξη,
530πήρε και μια προβιά καλοθρεμμένης και μεγάλης γίδας,
στο χέρι του έπιασε το μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά και κλέφτες, και προχωρώντας πήγε να πλαγιάσει
όπου ησύχαζαν κι οι χοίροι του με τ᾽ άσπρα δόντια, κάτω
από βράχο θολωτό, απ᾽ τον βοριά απάνεμα.