Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (1173-1256)


ΑΓ. ἡμεῖς μὲν ἀκτῆς κυμοδέγμονος πέλας
ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας
1174 κλαίοντες· ἦλθε γάρ τις ἄγγελος λέγων
ὡς οὐκέτ᾽ ἐν γῆι τῆιδ᾽ ἀναστρέψοι πόδα
Ἱππόλυτος, ἐκ σοῦ τλήμονας φυγὰς ἔχων.
ὁ δ᾽ ἦλθε ταὐτὸν δακρύων ἔχων μέλος
ἡμῖν ἐπ᾽ ἀκτάς, μυρία δ᾽ ὀπισθόπους
1180 φίλων ἅμ᾽ ἔστειχ᾽ ἡλίκων ‹θ᾽› ὁμήγυρις.
χρόνωι δὲ δή ποτ᾽ εἶπ᾽ ἀπαλλαχθεὶς γόων·
Τί ταῦτ᾽ ἀλύω; πειστέον πατρὸς λόγοις.
ἐντύναθ᾽ ἵππους ἅρμασι ζυγηφόρους,
δμῶες, πόλις γὰρ οὐκέτ᾽ ἔστιν ἥδε μοι.
1185 τοὐνθένδε μέντοι πᾶς ἀνὴρ ἠπείγετο,
καὶ θᾶσσον ἢ λέγοι τις ἐξηρτυμένας
πώλους παρ᾽ αὐτὸν δεσπότην ἐστήσαμεν.
μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ᾽ ἄντυγος,
αὐταῖς ἐν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδας.
1190 καὶ πρῶτα μὲν θεοῖς εἶπ᾽ ἀναπτύξας χέρας·
Ζεῦ, μηκέτ᾽ εἴην εἰ κακὸς πέφυκ᾽ ἀνήρ·
αἴσθοιτο δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀτιμάζει πατὴρ
ἤτοι θανόντας ἢ φάος δεδορκότας.
κἀν τῶιδ᾽ ἐπῆγε κέντρον ἐς χεῖρας λαβὼν
1195 πώλοις ἁμαρτῆι· πρόσπολοι δ᾽ ὑφ᾽ ἅρματος
πέλας χαλινῶν εἱπόμεσθα δεσπότηι
τὴν εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν.
ἐπεὶ δ᾽ ἔρημον χῶρον εἰσεβάλλομεν,
ἀκτή τις ἔστι τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς
1200 πρὸς πόντον ἤδη κειμένη Σαρωνικόν.
ἔνθεν τις ἠχὼ χθόνιος, ὡς βροντὴ Διός,
βαρὺν βρόμον μεθῆκε, φρικώδη κλύειν·
ὀρθὸν δὲ κρᾶτ᾽ ἔστησαν οὖς τ᾽ ἐς οὐρανὸν
ἵπποι, παρ᾽ ἡμῖν δ᾽ ἦν φόβος νεανικὸς
1205 πόθεν ποτ᾽ εἴη φθόγγος. ἐς δ᾽ ἁλιρρόθους
ἀκτὰς ἀποβλέψαντες ἱερὸν εἴδομεν
κῦμ᾽ οὐρανῶι στηρίζον, ὥστ᾽ ἀφηιρέθη
Σκίρωνος ἀκτὰς ὄμμα τοὐμὸν εἰσορᾶν,
ἔκρυπτε δ᾽ Ἰσθμὸν καὶ πέτραν Ἀσκληπιοῦ.
1210 κἄπειτ᾽ ἀνοιδῆσάν τε καὶ πέριξ ἀφρὸν
πολὺν καχλάζον ποντίωι φυσήματι
χωρεῖ πρὸς ἀκτὰς οὗ τέθριππος ἦν ὄχος.
αὐτῶι δὲ σὺν κλύδωνι καὶ τρικυμίαι
κῦμ᾽ ἐξέθηκε ταῦρον, ἄγριον τέρας·
1215 οὗ πᾶσα μὲν χθὼν φθέγματος πληρουμένη
φρικῶδες ἀντεφθέγγετ᾽, εἰσορῶσι δὲ
κρεῖσσον θέαμα δεργμάτων ἐφαίνετο.
εὐθὺς δὲ πώλοις δεινὸς ἐμπίπτει φόβος·
καὶ δεσπότης μὲν ἱππικοῖσιν ἤθεσιν
1220 πολὺς ξυνοικῶν ἥρπασ᾽ ἡνίας χεροῖν,
ἕλκει δὲ κώπην ὥστε ναυβάτης ἀνήρ,
ἱμᾶσιν ἐς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας·
αἱ δ᾽ ἐνδακοῦσαι στόμια πυριγενῆ γνάθοις
βίαι φέρουσιν, οὔτε ναυκλήρου χερὸς
1125 οὔθ᾽ ἱπποδέσμων οὔτε κολλητῶν ὄχων
μεταστρέφουσαι. κεἰ μὲν ἐς τὰ μαλθακὰ
γαίας ἔχων οἴακας εὐθύνοι δρόμον,
προυφαίνετ᾽ ἐς τὸ πρόσθεν, ὥστ᾽ ἀναστρέφειν,
ταῦρος, φόβωι τέτρωρον ἐκμαίνων ὄχον·
1230 εἰ δ᾽ ἐς πέτρας φέροιντο μαργῶσαι φρένας,
σιγῆι πελάζων ἄντυγι ξυνείπετο,
ἐς τοῦθ᾽ ἕως ἔσφηλε κἀνεχαίτισεν
ἁψῖδα πέτρωι προσβαλὼν ὀχήματος.
σύμφυρτα δ᾽ ἦν ἅπαντα· σύριγγές τ᾽ ἄνω
1235 τροχῶν ἐπήδων ἀξόνων τ᾽ ἐνήλατα,
αὐτὸς δ᾽ ὁ τλήμων ἡνίαισιν ἐμπλακεὶς
δεσμὸν δυσεξέλικτον ἕλκεται δεθείς,
σποδούμενος μὲν πρὸς πέτραις φίλον κάρα
θραύων τε σάρκας, δεινὰ δ᾽ ἐξαυδῶν κλύειν·
1240 Στῆτ᾽, ὦ φάτναισι ταῖς ἐμαῖς τεθραμμέναι,
μή μ᾽ ἐξαλείψητ᾽. ὦ πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρά·
τίς ἄνδρ᾽ ἄριστον βούλεται σῶσαι παρών;
πολλοὶ δὲ βουληθέντες ὑστέρωι ποδὶ
ἐλειπόμεσθα. χὠ μὲν ἐκ δεσμῶν λυθεὶς
1245 τμητῶν ἱμάντων οὐ κάτοιδ᾽ ὅτωι τρόπωι
πίπτει, βραχὺν δὴ βίοτον ἐμπνέων ἔτι·
ἵπποι δ᾽ ἔκρυφθεν καὶ τὸ δύστηνον τέρας
ταύρου λεπαίας οὐ κάτοιδ᾽ ὅποι χθονός.
δοῦλος μὲν οὖν ἔγωγε σῶν δόμων, ἄναξ,
1250 ἀτὰρ τοσοῦτόν γ᾽ οὐ δυνήσομαί ποτε,
τὸν σὸν πιθέσθαι παῖδ᾽ ὅπως ἐστὶν κακός,
οὐδ᾽ εἰ γυναικῶν πᾶν κρεμασθείη γένος
καὶ τὴν ἐν Ἴδηι γραμμάτων πλήσειέ τις
πεύκην· ἐπεί νιν ἐσθλὸν ὄντ᾽ ἐπίσταμαι.
1255 ΧΟ. αἰαῖ, κέκρανται συμφορὰ νέων κακῶν,
οὐδ᾽ ἔστι μοίρας τοῦ χρεών τ᾽ ἀπαλλαγή.


ΑΓΓ. Κοντά στο κυματόδαρτο ακρογιάλι,
με την ξύστρα, τις χαίτες των αλόγων
χτενίζαμε και κλαίγαμε, γιατί ᾽ρθε
κάποιος μαντατοφόρος και μας είπε
πως, από σένα ο Ιππόλυτος διωγμένος,
δε θα ξαναπατήσει στην πατρίδα.
Και νά τον ήρθε στ᾽ ακρογιάλι ο ίδιος
κλαίγοντας κι αυτός. Και πίσωθέ του πλήθος
1180φίλοι του συνομήλικοι ακλουθούσαν.
Κι όταν με τον καιρό να σκούζει εκόπασε,
«τί παραδέρνω;» λέει. «Θα υποταχτώ
στη διάτα του πατέρα μου. Εσείς, δούλοι,
τα ζυγοφόρα τ᾽ άρματα ετοιμάστε.
Πάει, χάθηκε για μένα τούτ᾽ η χώρα»!
Βάλαμ᾽ ευτύς τα δυνατά μας όλοι
και πιο γρήγορα από όσο να το πεις
πλάι στον αφέντη τ᾽ άλογά του στήσαμε.
Κι αυτός αρπάει τα γκέμια απ᾽ το στεφάνι
τ᾽ αμαξιού και πηδάει στέρεα μέσα.
1190Κι ασκώνοντας ψηλά τα χέρια φώναξε:
«Δία, να μη σώσω, αν έφταιξα σε τίποτα.
Κι άμποτες ο πατέρας να το νιώσει
(πεθάνω ή ζήσω) τί πολύ μ᾽ αδίκησε»!
Και παίρνοντας το καμουτσί στο χέρι
χτύπησε τ᾽ άλογά του. Εμείς στα πλάγια
τ᾽ αμαξιού τον αφέντη ακολουθούσαμε,
στο δρόμο που ίσα πάει Άργος και Πίδαβρα.
Σα βγήκαμε ανοιχτά, πέρ᾽ απ᾽ τα σύνορα,
σ᾽ έν᾽ ακρογιάλι απόμερο, απλωμένο
1200στον κόρφο κάτου το Σαρωνικό,
βαρύ βουητό ξεχύθηκε απ᾽ τα σπλάχνα
της γης, σαν αστραπόβροντο του Δία,
που ήτανε φρίκη να τ᾽ ακούς. Τ᾽ αλόγατα
σηκώσαν τα κεφάλια τους ολόρθα
με στηλωμέν᾽ αυτιά. Και τότε εμάς
μας έπιασε μια δυνατή τρομάρα:
πούθε να ᾽ρχόταν τούτο το κακό;
Κι ως στρέψαμε τα μάτια προς τ᾽ ακρόγιαλο
το θαλασσόχτυπο, είδαμ᾽ ένα κύμα
θεοτικό, στα μεσούρανα υψωμένο,
που μας πήρε απ᾽ τα μάτια τον γκρεμό
του Σκίρωνα, του Ασκληπιού το βράχο
και τον Ισθμό. Κατόπι φουσκωμένο
1210κι αφροκοπώντας γύρω, προχωρούσε
απ᾽ του πελάου τον άνεμο σπρωγμένο
με κλαπαγή προς τ᾽ ακροθάλασσ᾽, όπου
περνούσε το τετράλογο τ᾽ αμάξι.
Κι ευτύς μ᾽ ανεμορούφουλα κι αντάρα
ξέρασε όξω έναν ταύρον, άγριο τέρας,
που τάραξε με μουγκρητά τη γης,
που αντιβογκούσε φοβερά. Τα μάτια
δεν αντέχαν να βλέπουν τέτοιο πράμα
τρομερό. Ξιπαστήκανε τ᾽ αλόγατα
κι ο αφέντης, μαθημένος τα συνήθεια τους,
1220τράβηξε τα λουριά τους με τα χέρια
και τα ᾽συρε, όπως σέρνει τα κουπιά του
ο ναυτικός, και του κορμιού το βάρος
το ᾽ριξε προς τα πίσου. Τότες τ᾽ άλογα,
τα πυροδουλεμένα χαλινάρια τους
δαγκάνοντας, το βάλαν στην τρεχάλα
χωρίς να λογαριάζουνε τιμόνι
του καπετάνιου κι ούτε τα λουριά τους
κι ούτε τ᾽ αμάξι, τ᾽ ομορφοδεμένο.
Κι όσο σε μαλακότοπον, τον ίσο
τραβούσε δρόμο ο καπετάνιος, τόσο
του ᾽βγαινε μπρος ο ταύρος και τρομάζοντας
τ᾽ αλόγα τού τα γύριζ᾽ οπίσω.
1230Κι όταν σε βράχια ξέφρενα χυμούσαν,
βουβός ξωπίσου ακλούθαγεν ο ταύρος,
ωσπού ᾽κανε τ᾽ αμάξι να τρακάρει
σε ριζιμιά κοτρόνα και το τσάκισε.
Όλα θρούψαλα απάνου τιναχτήκαν,
τ᾽ αφάλια των τροχών, τα σιδερόκαρφα
των αξονιών, και αυτός ο κακομοίρης
μπερδεμένος μες στ᾽ άλυτα λουριά του
σουρνότανε, με το κεφάλι μπρος,
με σάρκες ματωμένες, προς τα βράχια
κι ήτανε φρίκη τα ξεφωνητά του:
1240«Άλογα, σταματάτε, εγώ σας έτρεφα!
Μη με σκοτώστε!... Ω πατρική κατάρα!
Δε θα τρέξει κανένας για να σώσει
το αξιότερον απ᾽ όλους παλικάρι;»
Τρέξαν πολλοί, μα δεν τονε προφταίναν.
Και κατόπι, άμα σπάσαν τα λουριά του,
δεν ξέρω πώς, ελύθηκε και πέφτει
ξεψυχώντας με λιγοστήν ανάσα.
Τ᾽ αλόγατα αφανίστηκαν κι ο ταύρος,
τ᾽ ολέθριο τέρας! Τα κατάπιε η γης!
Κι αν είμαι δούλος του σπιτιού σου, αφέντη,
1250ποτές δε θα μπορέσω να πιστέψω
πως άνθρωπος κακός ήταν ο γιος σου.
Κι αν κρεμαστεί των γυναικών η φάρα
ολάκερη κι αν όλα τα πευκόδασα
της Ίδης πλάκες γίνουνε και γράφουν
το ενάντιο, εγώ τη γνώμη δεν αλλάζω·
ξέρω καλά πως είχε αγνή καρδιά.
ΚΟΡ. Αλί! Καινούργιες πάλι συφορές:
Κανένας δεν ξεφεύγει απ᾽ το γραφτό του!