Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλῆς Μαινόμενος (316-347)


ΑΜ. οὔτοι τὸ δειλὸν οὐδὲ τοῦ βίου πόθος
θανεῖν ἐρύκει μ᾽, ἀλλὰ παιδὶ βούλομαι
σῶσαι τέκν᾽· ἄλλως δ᾽ ἀδυνάτων ἔοικ᾽ ἐρᾶν.
ἰδού, πάρεστιν ἥδε φασγάνωι δέρη
320κεντεῖν φονεύειν ἱέναι πέτρας ἄπο.
μίαν δὲ νῶιν δὸς χάριν, ἄναξ, ἱκνούμεθα·
κτεῖνόν με καὶ τήνδ᾽ ἀθλίαν παίδων πάρος,
ὡς μὴ τέκν᾽ εἰσίδωμεν, ἀνόσιον θέαν,
ψυχορραγοῦντα καὶ καλοῦντα μητέρα
325πατρός τε πατέρα. τἄλλα δ᾽, εἰ πρόθυμος εἶ,
πρᾶσσ᾽· οὐ γὰρ ἀλκὴν ἔχομεν ὥστε μὴ θανεῖν.
ΜΕ. κἀγώ σ᾽ ἱκνοῦμαι χάριτι προσθεῖναι χάριν,
‹ἡμῖν› ἵν᾽ ἀμφοῖν εἷς ὑπουργήσηις διπλᾶ·
κόσμον πάρες μοι παισὶ προσθεῖναι νεκρῶν,
330δόμους ἀνοίξας (νῦν γὰρ ἐκκεκλήιμεθα),
ὡς ἀλλὰ ταῦτά γ᾽ ἀπολάχωσ᾽ οἴκων πατρός.
ΛΥ. ἔσται τάδ᾽· οἴγειν κλῆιθρα προσπόλοις λέγω.
κοσμεῖσθ᾽ ἔσω μολόντες· οὐ φθονῶ πέπλων.
ὅταν δὲ κόσμον περιβάλησθε σώμασιν
335ἥξω πρὸς ὑμᾶς νερτέραι δώσων χθονί.
ΜΕ. ὦ τέκν᾽, ὁμαρτεῖτ᾽ ἀθλίωι μητρὸς ποδὶ
πατρῶιον ἐς μέλαθρον, οὗ τῆς οὐσίας
ἄλλοι κρατοῦσι, τὸ δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσθ᾽ ἡμῶν ἔτι.
ΑΜ. ὦ Ζεῦ, μάτην ἄρ᾽ ὁμόγαμόν σ᾽ ἐκτησάμην,
340μάτην δὲ παιδὸς κοινεῶν᾽ ἐκλήιζομεν·
σὺ δ᾽ ἦσθ᾽ ἄρ᾽ ἧσσον ἢ ᾽δόκεις εἶναι φίλος.
ἀρετῆι σε νικῶ θνητὸς ὢν θεὸν μέγαν·
παῖδας γὰρ οὐ προύδωκα τοὺς Ἡρακλέους.
σὺ δ᾽ ἐς μὲν εὐνὰς κρύφιος ἠπίστω μολεῖν,
345τἀλλότρια λέκτρα δόντος οὐδενὸς λαβών,
σώιζειν δὲ τοὺς σοὺς οὐκ ἐπίστασαι φίλους.
ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς.


ΑΜΦ. Δεν είναι ο φόβος ούτε της ζωής ο πόθος
που μ᾽ εμποδίζει ν᾽ αποθάνω, μα να σώσω
τα παιδιά θέλω για τον γιο μου· μάταιος κόπος.
Νά, είναι ο λαιμός μου εδώ ανοιχτός μπρος στο σπαθί σου,
310να σκίσεις τον ή να με ρίξεις απ᾽ τα βράχια.
Μα, βασιλιά μου, μια μονάχα δώσ᾽ μου χάρη·
σκότωσ᾽ εμέ κι αυτήν μπροστά από τα παιδιά μας,
τ᾽ ανόσιο θέαμα να μη δούμε, να φωνάζουν
τη μάνα τους και τον πατέρα του πατρός των
ψυχομαχώντας. Τ᾽ άλλα κάμε τα όπως θέλεις·
γιατί να μην πεθάνουμε δεν το μπορούμε.
ΜΕΓ. Σ᾽ αυτή τη χάρη κι άλλη εγώ ζητάω να βάλεις,
στους δυο μας, ένας συ, διπλό καλό να κάνεις·
άφησε τα παιδιά να τα νεκροστολίσω,
330το παλάτι ανοιώντας, που μας κλειδώσαν όξω.
Αυτό ας το τύχουνε στο σπίτι του πατρός των.
ΛΥΚ. Θα γίνει αυτό· στους δούλους λέω να ξεκλειδώσουν.
Μπείτε να τα στολίστε· αυτό δεν με πειράζει.
Κι όταν νεκροστολίσετε πια τα κορμιά των,
μέσα θα ᾽ρθω, βαθιά στο χώμα να τα στείλω.
ΜΕΓ. Ωιμέ, παιδιά μου, τ᾽ άθλιο βήμα μου ακλουθάτε
μέσα στο σπίτι του πατρός σας, που άλλος έχει
το είναι του τώρα και σεις μόνο τ᾽ όνομά του.
ΑΜΦ. Μάταια λοιπόν την ίδιαν είχαμε γυναίκα,
340ω Δία, και σ᾽ έλεγα πατέρα του παιδιού μου·
κι ήσουν πιο λίγο απ᾽ όσο σε θαρρούσα φίλος!
Θνητός εγώ, στην αρετή σε νικώ εσένα,
τον μέγα θεό, γιατί δεν πρόδωσα τα τέκνα
του Ηρακλή. Στα ξένα μόνο κλινάρια ξέρεις
ό,τι δεν δίνουν να ᾽ρχεσαι κρυφά να παίρνεις,
μα τους φίλους σου να σώζεις δεν ξέρεις. Είσαι
άμυαλος θεός λοιπόν, αφού δίκαιος δεν είσαι.