Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλῆς Μαινόμενος (140-169)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΛΥΚΟΣ
140τὸν Ἡράκλειον πατέρα καὶ ξυνάορον,
εἰ χρή μ᾽, ἐρωτῶ· χρὴ δ᾽, ἐπεί γε δεσπότης
ὑμῶν καθέστηχ᾽, ἱστορεῖν ἃ βούλομαι.
τίν᾽ ἐς χρόνον ζητεῖτε μηκῦναι βίον;
τίν᾽ ἐλπίδ᾽ ἀλκήν τ᾽ εἰσορᾶτε μὴ θανεῖν;
145ἦ τὸν παρ᾽ Ἅιδηι πατέρα τῶνδε κείμενον
πιστεύεθ᾽ ἥξειν; ὡς ὑπὲρ τὴν ἀξίαν
τὸ πένθος αἴρεσθ᾽, εἰ θανεῖν ὑμᾶς χρεών,
σὺ μὲν καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἐκβαλὼν κόμπους κενοὺς
ὡς σύγγαμός σοι Ζεὺς τέκνου τε κοινεών,
150σὺ δ᾽ ὡς ἀρίστου φωτὸς ἐκλήθης δάμαρ.
τί δὴ τὸ σεμνὸν σῶι κατείργασται πόσει,
ὕδραν ἕλειον εἰ διώλεσε κτανὼν
ἢ τὸν Νέμειον θῆρ᾽, ὃν ἐν βρόχοις ἑλὼν
βραχίονός φησ᾽ ἀγχόναισιν ἐξελεῖν;
155τοῖσδ᾽ ἐξαγωνίζεσθε; τῶνδ᾽ ἄρ᾽ οὕνεκα
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας οὐ θνήισκειν χρεών;
ὁ δ᾽ ἔσχε δόξαν οὐδὲν ὢν εὐψυχίας
θηρῶν ἐν αἰχμῆι, τἄλλα δ᾽ οὐδὲν ἄλκιμος,
ὃς οὔποτ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔσχε πρὸς λαιᾶι χερὶ
160οὐδ᾽ ἦλθε λόγχης ἐγγὺς ἀλλὰ τόξ᾽ ἔχων,
κάκιστον ὅπλον, τῆι φυγῆι πρόχειρος ἦν.
ἀνδρὸς δ᾽ ἔλεγχος οὐχὶ τόξ᾽ εὐψυχίας
ἀλλ᾽ ὃς μένων βλέπει τε κἀντιδέρκεται
δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα τάξιν ἐμβεβώς.
165ἔχει δὲ τοὐμὸν οὐκ ἀναίδειαν, γέρον,
ἀλλ᾽ εὐλάβειαν· οἶδα γὰρ κατακτανὼν
Κρέοντα πατέρα τῆσδε καὶ θρόνους ἔχων.
οὔκουν τραφέντων τῶνδε τιμωροὺς ἐμοὶ
χρήιζω λιπέσθαι, τῶν δεδραμένων δίκην.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡ. Αλλά κοιτάω τον βασιλιάν αυτής της χώρας,
τον Λύκο, απ᾽ ώρα να περνά όξω απ᾽ το παλάτι.
ΛΥΚΟΣ
140Γώ τη γυναίκα του Ηρακλή και τον πατέρα
ρωτώ, αν μου το επιτρέπουνε, μα, αφού έχω γίνει
αφέντης σας, μπορώ να λέγ᾽ ό, τι μου αρέσει.
Ως πόσο να μακραίνετε τη ζωή ζητάτε;
Ποιά γλιτωμού δύναμη βλέπετε ή ελπίδα;
ή δα ο πατέρας αυτωνών μεσ᾽ απ᾽ τον Άδη
νά ᾽ρθει πιστεύετε; Τη λύπη σας, ω! πόσο
τη μεγαλώνετε όσο δεν αξίζει, αν πρέπει,
για ν᾽ αποθάνετε, συ λέγοντας μεγάλα
και κούφια λόγια στην Ελλάδα, πως την ίδια
γυναίκα με τον Δία μαζί είχατε, και συ ότι
150τάχα γυναίκα ειπώθηκες αντρός γενναίου.
Και τί σπουδαίο έχει καταφέρει ο άντρας σου πράγμα,
την ύδρα αν σκότωσε, που μες στον βάλτο ζούσε,
ή το λιοντάρι της Νεμέας, που με τα βρόχια
πιάνοντας το ᾽πνιξε μες στη θηλιά των μπράτσων;
Με τέτοια πολεμάτε; γι᾽ αυτά λοιπόν πρέπει
να μην πεθάνουν του Ηρακλή τα παιδιά τώρα;
Που πήρε δόξ᾽ αυτός (χωρίς να᾽ χει άξιο θάρρος)
στον πόλεμο με τα θεριά, αδύναμος στ᾽ άλλα,
γιατί ποτέ στο αριστερό ασπίδα δεν πήρε
160ούτε σε λόγχη σίμωσε, μα έχοντας τόξα,
που᾽ ν᾽ το δειλότερ᾽ όπλο, τη φυγή εύκολ᾽ είχε.
Δεν είναι της παλληκαριάς σημείο τα τόξα,
αλλ᾽ όταν κανείς στέκοντας στήθος με στήθος
το γρήγορο του δόρατος κοιτάει αυλάκι.
Δεν δείχνει, ω γέρο, αδιαντροπιά ο τρόπος μου, μόνο
πρόνοια, τι πως σκότωσα της Μεγάρας ξέρω
τον πατέρα, τον Κρέοντα, και πήρα τον θρόνο.
Δεν έχω ανάγκη εκδικητές εγώ ν᾽ αφήσω
των έργων μου, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν.