Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλεῖδαι (1-54)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΙΟΛΑΟΣ
Πάλαι ποτ᾽ ἐστὶ τοῦτ᾽ ἐμοὶ δεδογμένον·
ὁ μὲν δίκαιος τοῖς πέλας πέφυκ᾽ ἀνήρ,
ὁ δ᾽ ἐς τὸ κέρδος λῆμ᾽ ἔχων ἀνειμένον
πόλει τ᾽ ἄχρηστος καὶ συναλλάσσειν βαρύς,
5αὑτῶι δ᾽ ἄριστος· οἶδα δ᾽ οὐ λόγωι μαθών.
ἐγὼ γὰρ αἰδοῖ καὶ τὸ συγγενὲς σέβων,
ἐξὸν κατ᾽ Ἄργος ἡσύχως ναίειν, πόνων
πλείστων μετέσχον εἷς ἀνὴρ Ἡρακλέει,
ὅτ᾽ ἦν μεθ᾽ ἡμῶν· νῦν δ᾽, ἐπεὶ κατ᾽ οὐρανὸν
10ναίει, τὰ κείνου τέκν᾽ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς
σώιζω τάδ᾽ αὐτὸς δεόμενος σωτηρίας.
ἐπεὶ γὰρ αὐτῶν γῆς ἀπηλλάχθη πατήρ,
πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἤθελ᾽ Εὐρυσθεὺς κτανεῖν·
ἀλλ᾽ ἐξέδραμεν, καὶ πόλις μὲν οἴχεται,
15ψυχὴ δ᾽ ἐσώθη. φεύγομεν δ᾽ ἀλώμενοι
ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης ἐξοριζόντων πόλιν.
πρὸς τοῖς γὰρ ἄλλοις καὶ τόδ᾽ Εὐρυσθεὺς κακοῖς
ὕβρισμ᾽ ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι·
πέμπων ὅπου γῆς πυνθάνοιθ᾽ ἱδρυμένους
20κήρυκας ἐξαιτεῖ τε κἀξείργει χθονός,
πόλιν προτείνων Ἄργος οὐ σμικρὸν φίλην
ἐχθράν τε θέσθαι, χαὐτὸν εὐτυχοῦνθ᾽ ἅμα.
οἱ δ᾽ ἀσθενῆ μὲν τἀπ᾽ ἐμοῦ δεδορκότες,
σμικροὺς δὲ τούσδε καὶ πατρὸς τητωμένους,
25τοὺς κρείσσονας σέβοντες ἐξείργουσι γῆς.
ἐγὼ δὲ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις
καὶ σὺν κακῶς πράσσουσι συμπράσσω κακῶς,
ὀκνῶν προδοῦναι, μή τις ὧδ᾽ εἴπηι βροτῶν·
Ἴδεσθ᾽, ἐπειδὴ παισὶν οὐκ ἔστιν πατήρ,
30Ἰόλαος οὐκ ἤμυνε συγγενὴς γεγώς.
πάσης δὲ χώρας Ἑλλάδος τητώμενοι
Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντες χθόνα
ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν
προσωφελῆσαι· πεδία γὰρ τῆσδε χθονὸς
35δισσοὺς κατοικεῖν Θησέως παῖδας λόγος
κλήρωι λαχόντας ἐκ γένους Πανδίονος,
τοῖσδ᾽ ἐγγὺς ὄντας· ὦν ἕκατι τέρμονας
κλεινῶν Ἀθηνῶν τήνδ᾽ ἀφικόμεσθ᾽ ὁδόν.
δυοῖν γερόντοιν δὲ στρατηγεῖται φυγή·
40ἐγὼ μὲν ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις,
ἡ δ᾽ αὖ τὸ θῆλυ παιδὸς Ἀλκμήνη γένος
ἔσωθε ναοῦ τοῦδ᾽ ὑπηγκαλισμένη
σώιζει· νέας γὰρ παρθένους αἰδούμεθα
ὄχλωι πελάζειν κἀπιβωμιοστατεῖν.
45Ὕλλος δ᾽ ἀδελφοί θ᾽ οἷσι πρεσβεύει γένος
ζητοῦσ᾽ ὅπου γῆς πύργον οἰκιούμεθα,
ἢν τῆσδ᾽ ἀπωθώμεσθα πρὸς βίαν χθονός.
ὦ τέκνα τέκνα, δεῦρο, λαμβάνεσθ᾽ ἐμῶν
πέπλων· ὁρῶ κήρυκα τόνδ᾽ Εὐρυσθέως
50στείχοντ᾽ ἐφ᾽ ἡμᾶς, οὗ διωκόμεσθ᾽ ὕπο
πάσης ἀλῆται γῆς ἀπεστερημένοι.
ὦ μῖσος, εἴθ᾽ ὄλοιο χὠ πέμψας ‹σ᾽› ἀνήρ,
ὡς πολλὰ δὴ καὶ τῶνδε γενναίωι πατρὶ
ἐκ τοῦδε ταὐτοῦ στόματος ἤγγειλας κακά.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΙΟΛΑΟΣ
Από πολύν καιρόν έχω παραδεγμένο
πως ο ένας άνθρωπος δίκαιος στους άλλους είναι
κι ο άλλος, δοσμένος στην απάτη για όφελός του,
άπιστος στις δοσοληψιές του, και στην πόλην
ανώφελος αλλά καλός στον εαυτό του.
Δεν είν᾽ μονάχα γνώμη απλή· τι εγώ, τιμώντας
την αιδώ και τη συγγένεια, ενώ μπορούσα
ήσυχα στο Άργος μου να ζω, βάσανα πλήθος
μοιράστηκα μονάχος με τον Ηρακλέα,
όταν εζούσε· τώρα που στον ουρανό βρισκιέται,
10τα τέκνα του έχοντάς τα κάτου απ᾽ τα φτερά μου
τα προστατεύω, ενώ έχω εγώ αυτήν την ανάγκη.
Γιατί, σαν άφησε ο πατέρας του τη γη μας,
να μας σκοτώσ᾽ ήθελε πρώτα ο Ευρυσθέας,
μα απότυχε· και χάσαμ᾽ έτσι την πατρίδα,
μα τη ζωήν εσώσαμε· κι όλο φευγάτοι
πλανιόμαστε από πολιτεία σε πολιτεία.
Γιατί κοντά στ᾽ άλλα κακά αυτός και με τούτον
τον κατατρεμό ζητάει να μας κατατρέχει·
δηλαδή όπου μάθει ότι βρήκαμε αποκούμπι
20στέλνοντας κήρυκες ζητάει για να μας διώξουν,
λέγοντάς τους πως θα κάνουν το μέγα το Άργος
ή φίλο ή οχτρό τους και πολύ καλό στον ίδιο.
Κι εκείνοι, όταν αδύναμον κοιτάν εμένα
και τα παιδιά μικρά και δίχως τον πατέρα,
τον δυνατότερον φοβούμενοι μας διώχνουν!
Κι εγώ, όταν φεύγουν τα παιδιά, μαζί τους φεύγω,
και δυστυχάω μαζί τους, όταν δυστυχάνε,
μη θέλοντας να τα προδώσω, μην πει κάποιος:
γιά ιδέτε, τώρα που δεν έχουνε πατέρα,
30δεν προστατεύει τα ο Ιόλαος — συγγενής τους!
Και τώρ᾽ απαράδεχτοι σ᾽ όλη την Ελλάδα
στον Μαραθώνα και στη χώρα του φτασμένοι
ικέτες στους βωμούς καθίσαμε των θεώνε,
να μας συντρέξουν· γιατί λέγουν πως τη χώρα
τούτη, λαχώντας την με κλήρο, τα δυο τέκνα
του Θησέα την κατοικούν, που απ᾽ τη γενιά όντας
του αρχαίου Πανδίονα συγγενής των παιδιών είναι·
γι᾽ αυτούς στη γη της ξακουστής ήρθαμε Αθήνας.
Κι αυτού του φευγωμού οδηγοί ᾽ναι δυο γερόντοι:
40Εγώ, που για τ᾽ αγόρια λαχταράω, κι η Αλκμήνη,
που τα κορίτσια μες στον ναό αγκαλιάζοντάς τα
τα προφυλάει· γιατί φοβόμαστε στο πλήθος
και στους βωμούς να βγάζομε τις νιες παρθένες.
Κι ο Ύλλος και τα μεγαλύτερά του αδέρφια
ζητάνε πού θα κατοικήσουμε σε πύργο,
αν κι απ᾽ αυτή τη γης με βία μάς απορρίξουν…
Ω τέκνα, τέκνα, πιάσετέ με από τα ρούχα,
50γιατί βλέπω ενάντιά μας να προβαίνει ετούτος,
του Ευρυσθέα ο κήρυκας, οπού για κείνον
διωχνόμαστε, την κάθε χώρα στερημένοι!
Άθλιε, ας χανόσουνε και συ κι ο που έστειλέ σε,
γιατί πολλά κακά και στον γενναίον πατέρα
αυτωνών εμήνυσες με το στόμα το ίδιο!