Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλεῖδαι (748-783)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. Γᾶ καὶ παννύχιος σελά- [στρ. α]
να καὶ λαμπρόταται θεοῦ
750φαεσιμβρότου αὐγαί,
ἀγγελίαν μοι ἐνέγκαι,
ἰαχήσατε δ᾽ οὐρανῶι
καὶ παρὰ θρόνον ἀρχέταν
γλαυκᾶς τ᾽ ἐν Ἀθάνας·
755μέλλω τᾶς πατριώτιδος
γᾶς, μέλλω καὶ ὑπὲρ δόμων
ἱκέτας ὑποδεχθεὶς
κίνδυνον πολιῶι τεμεῖν σιδάρωι.

δεινὸν μὲν πόλιν ὡς Μυκή- [ἀντ. α]
760νας εὐδαίμονα καὶ δορὸς
πολυαίνετον ἀλκᾶι
μῆνιν ἐμᾶι χθονὶ κεύθειν·
κακὸν δ᾽, ὦ πόλις, εἰ ξένους
ἱκτῆρας παραδώσομεν
765κελεύσμασιν Ἄργους.
Ζεύς μοι σύμμαχος, οὐ φοβοῦ-
μαι, Ζεύς μοι χάριν ἐνδίκως
ἔχει· οὔποτε θνατῶν
ἥσσους ‹δαίμονες› ἔκ γ᾽ ἐμοῦ φανοῦνται.

770ἀλλ᾽, ὦ πότνια, σὸν γὰρ οὖ- [στρ. β]
δας γᾶς καὶ πόλις, ἆς σὺ μά-
τηρ δέσποινά τε καὶ φύλαξ,
πόρευσον ἄλλαι τὸν οὐ δικαίως
τᾶιδ᾽ ἐπάγοντα δορυσσοῦν
775στρατὸν Ἀργόθεν· οὐ γὰρ ἐμᾶι γ᾽ ἀρετᾶι
δίκαιός εἰμ᾽ ἐκπεσεῖν μελάθρων.

ἐπεί σοι πολύθυτος ἀεὶ [ἀντ. β]
τιμὰ κραίνεται οὐδὲ λά-
θει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα
780νέων τ᾽ ἀοιδαὶ χορῶν τε μολπαί.
ἀνεμόεντι δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθωι
ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρ-
θένων ἰαχεῖ ποδῶν κρότοισιν.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ω γη και νυχτοπαρωρίτρα
σελήνη και συ φως λαμπρότατο
750του Ήλιου που φέγγεις τους θνητούς,
την είδηση της αντρειάς φέρτε μου
στον ουρανό κι αντιλαλήστε την
στου Δία τον θρόνο τον ολόπρωτο
και στης γαλανομάτας της Αθηνάς!
Μέλλω για της πατρίδας σου τη γη,
μέλλω και για τα σπίτια μας,
τους ικέτες έχοντας δεχτεί,
τον κίνδυνο με σίδερο
στο γέρικο χέρι ν᾽ αντικόψω.

Είναι κακό μια πόλη τέτοια
760σαν τες Μυκήνες δυνατή
και πολυπαινεμένη στου πολέμου
την αξιοσύνη οργή να τρέφει
ενάντια στη δική μας χώρα·
μα κακόν είναι κι αν τους ξένους
ικέτες, ω πολίτες, παραδώσουμε
γιατί το θέλει το Άργος!
Εμένα σύμμαχός μου ο Δίας
και δεν φοβάμαι· δίκαια χάρη
μου χρωστάει· κι απ᾽ τους ανθρώπους
οι θεοί δεν θα νικηθούν.

770Μα, ω τιμημένη θεά μου, που ᾽ναι
δική σου η γης αυτή και η πόλη,
κι εσύ μητέρα της κι αφέντρα
και φύλακάς της, πήγαινέ τον
αλλού τον που άδικα μας φέρνει
του Άργους τον κονταροκράτη
τον στρατόν· ω δεν ταιριάζει
στην αντρειά μας να διωχτούμε
μέσ᾽ από τις κατοικιές μας.

Πάντα τιμή πλούσιας θυσίας
σου δίνεται και δεν ξεχνάμε
τις φεγγαροχασές κι ούτε των νέων
780τους χορούς και τα τραγούδια.
Και στον πολυάνεμο τον λόφο
αχάνε τα χαρούμενα
των κοριτσιών ξεφωνητά
μαζί με τα ποδοχτυπήματά τους!