ΚΟΡ. Ο κακότυχος έρχεται, νά τον 
με τις σάρκες κομμάτια, τ᾽ ολόξανθο 
το κεφάλι σπασμένο! Τί πόνος 
στο παλάτι και πένθος διπλό, 
από σας, ω θεοί μου, σταλμένο! 
 (Δυο υπηρέτες φέρνουν τον Ιππόλυτο βαστώντας τον από τις μασκάλες.) 
ΙΠΠ. Αχ! αλιά μου και αλιά, το βαριόμοιρο! 
Ο πατέρας μου μ᾽ έφαγε ο άδικος 
κι η κατάρα του η άδικη. 
1350Αχ! ο μαύρος, αλίμονο! 
Το κεφάλι μου οι πόνοι τρυπάνε, 
το μυαλό μου σπασμοί το τινάζουν. 
(στους υπηρέτες) 
Σταματάτε — κι απόκαμα, οϊμένα! 
το κορμί ν᾽ αναπάψω. 
Ωχ! Ωχ! Ωχ! 
Μισημένο μου αμάξι κι αλόγατα, 
που σας τάιζα εγώ με τα χέρια μου, 
μ᾽ αφανίσατ᾽, εσείς με σκοτώσατε! 
(στους υπηρέτες που ξεκινάνε) 
Δυστυχιά μου! Απαλότερα, δούλοι, 
το κορμί μου κρατάτε, γεμάτο 
με πληγές. Αχ! ποιός στέκεται πλάι 
1360στο δεξιό μου πλευρό; Μαλακότερα 
προς τ᾽ απάνω βαστάτε με κι όλοι 
πηγαίνετέ με σιγά και με τρόπο, 
τον κακότυχο εμέ, τον κατάρατον 
από λάθος τρανό του γονιού μου. 
Ω! τα βλέπεις τα πάθια μου, Δία; 
Νά ᾽μ᾽ εγώ, το σεμνό παλικάρι, 
θεοφοβούμενος, που ξεπερνούσα 
ολουνούς σε αρετή και σε πίστη! 
Για τον Άδη τραβάω, για τ᾽ αγύριστο 
το ταξίδι και χάνω για πάντα 
τη ζωή. Κι όλ᾽ οι κόποι χαμένοι 
όσους έκανα, για να στηρίξω 
στην ψυχή των θνητών την ευσέβεια. 
(τον ξαπλώνουν σ᾽ ένα κρεβάτι που το βγάζουν από το παλάτι) 
1370Ωχ! Ωχ! Ωχ! 
Πόνοι ο ένας απάνω στον άλλον! 
Αχ! Αφήστε με εδώ τον κακόμοιρο, 
λυτρωτής νά ᾽ρθει ο Χάροντας. 
Αποσώστε τον έρμο, αποσώστε με. 
Ένα δίκοπο να ᾽χα μαχαίρι 
να σφαγώ, να γλιτώσω 
και για πάντα να υπνώσω. 
Ω γονιοί μου, κατάρ᾽ ανελέητη, 
1380κι ω πρόγονοι παμπάλαιοι, στο κρίμα 
βουτημένοι! Από σας εξεκίνησε 
το κακό που με βρήκε 
τον αθώον, που δεν έφταιξα τίποτα! 
Απ᾽ τ᾽ αβάσταγα πάθια μου ετούτα 
δεν μπορώ να ξεφύγω! 
Μόνο τ᾽ Άδ᾽ η κατάμαυρη νύχτα 
να με κοίμιζε θέλω. 
  |