φωνολογία [phonology]

φωνολογία [phonology]

Σε αντίθεση με τη φωνητική, που περιγράφει όλους τους δυνατούς φθόγγους των ανθρώπινων γλωσσών, η φωνολογία εξετάζει τις τις σχέσεις που συνάπτουν οι φθόγγοι στο σύστημα μιας συγκεκριμένης γλώσσας σε μια ορισμένη περίοδο. Σκοπός είναι ο καθορισμός τεμαχιακών (φθόγγων) και υπερτεμαχιακών (προσωδίας ) σχέσεων, όπως:

1) διάκριση σε φωνήματα : πόνος : τόνος (p: t), αλλόφωνα : κόπος-κήπος (k~k´), ή ελεύθερες παραλλαγές : αδελφός αδερφός (l ~r)

2) φωνοτακτική, δηλ. επιτρεπτές συμπλοκές φθόγγων: σπίτι, στόχος, σχολείο, αλλά ισπανικά Espania, escuola με επένθεση φωνήεντος .

3) συμπλοκή σε ανώτερα φωνολογικά συστατικά, που αποδίδουν τον τονισμό μιας γλώσσας, π.χ. τη >συλλαβή<· και, τέλος,

4) ανεύρεση γλωσσικών καθολικών , κοινών φωνολογικών ιδιοτήτων, π.χ. παρουσία του φωνήεντος α σε όλες τις γλώσσες κλπ.

Ως κλάδος της γλωσσολογίας καθιερώνεται το 1928 (Μανιφέστο της Χάγης), όταν με την εξέταση της αλλομορφίας των σλαβικών γλωσσών (Baudouin de Courtenay, Kruszewski ) και τη θεωρία του Ferdinand de Saussure η συγχρονία και η έννοια του συστήματος γίνονται αποδεκτά στη μέχρι τότε ισχύουσα διαχρονία της ιστορικής γλωσσολογίας .

Μετά την αποδοχή της ως επιμέρους κλάδου παίρνει διάφορες κατευθύνσεις -χωριστά ή από κοινού με τους άλλους τομείς της γλωσσολογίας (σύνταξη, μορφολογία, σημασιολογία)- ανάλογα με την επικρατούσα γλωσσολογική θεωρία. Δίνουμε τις βασικότερες από τις θεωρίες που έχουν εφαρμοστεί και στην ελληνική.

Δομική φωνολογία

Στη Σχολή της Πράγας -συνέχιση των σλαβιστών της Πετρούπολης με εκπροσώπους όπως οι Τrubetzkoy, Jakobson κ.ά.- καθιερώνονται βασικές θεωρητικές αρχές της δομικής φωνολογίας: η διάκριση των φθόγγων σε φώνημα - αλλόφωνο, που διαχωρίζει το γλωσσικό σύστημα σε αφηρημένο και επιφανειακό επίπεδο -κύριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης γλώσσας (πρβ. τη διπλή άρθρωση του Martinet)- και η διάκριση φθόγγων (τεμαχίων) και προσωδίας (υπερτεμαχίων).

Με μικρότερες ή μεγαλύτερες παραλλαγές επεκτείνεται στην Ευρώπη, κυρίως στο Παρίσι, όπου ασκείται μέχρι σήμερα με κύριο εκπρόσωπο τον Martinet, ο οποίος εφαρμόζει τις συστηματικές αρχές και στη διαχρονία, πρβ. π.χ. τη μεταβολή του συστήματος κλειστών συμφώνων της αρχαίας ελληνικής (άηχα : ηχηρά : δασέα p, b, ph κλπ.) στο αντίστοιχο σύστημα της νέας (άηχα κλειστά: άηχα-ηχηρά εξακολουθητικά p, f, v κλπ.). Στην Ελλάδα συνεχίζεται υπό την επιρροή της θεωρίας του Martinet, στη Βιέννη του Τrubetzkoy, στη Δανία της γλωσσηματικής του Hjelmslev. Στις Ηνωμένες Πολιτείες προσαρμόζεται με μεγαλύτερες διαφορές στις εκεί κρατούσες θεωρίες των Bloomfield και του συμπεριφορισμού .

Γενετική φωνολογία

Στη γενετική θεωρία -αντίθετα με τον συμπεριφορισμό- η γλώσσα θεωρείται έμφυτη δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου (Chomsky περί το 1950). Οι φωνητικές παραλλαγές -συντακτικές, μορφολογικές ή φωνολογικές- θεωρούνται προϊόν Γενικεύσεων, που δείχνουν τη γνώση του ομιλητή . Συνέπεια αυτού είναι η αναγωγή τους σε αφηρημένη αντιπροσώπευση και η παραγωγή των φωνητικών πραγματώσεων με κατάλληλους νόμους, το οποίο είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της γενετικής φωνολογίας.

Διακρίνεται σε δύο περιόδους: τη γραμμική (1960-1975 ) και τη μη γραμμική (1975-1990). Στη γραμμική περίοδο -με αντιπροσωπευτικό το έργο των Chomsky, N. & M. Halle TheSoundPatternofEnglish, 1968- η γραμματική περιλαμβάνει τη σύνταξη, όπου παράγονται και οι μορφολογικές δομές, και ως μεταφραστικούς τομείς τη σημασιολογία και τη φωνολογία. Από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι η απουσία της μορφολογίας και ότι τα διακριτικά χαρακτηριστικά (ΔΧ) , τεμαχιακά -π.χ. ηχηρότητα κλπ.- αλλά και προσωδιακά -π.χ. μακρότητα, τόνος κλπ.-, ενσωματώνονται από κοινού σε μία γραμμική παράσταση με αντιστοιχία ένα τεμάχιο : ένα χρονικό σημείο.

Πολλές αρχές της γραμμικής φωνολογίας με την εφαρμογή τους σε περισσότερες γλώσσες αποδείχτηκαν ανεπαρκείς ή εσφαλμένες και αναθεωρούνται στη μη γραμμική φωνολογία.

Μη γραμμική φωνολογία

Διακρίνονται τέσσερις υποθεωρίες, ανάλογα με τις θεωρητικές αναθεωρήσεις που προτείνονται: αυτοτεμαχιακή φωνολογία, μετρική φωνολογία, λεξική φωνολογία και προσωδιακή φωνολογία.

Αυτοτεμαχική φωνολογία

Η από κοινού γραμμική παράσταση τεμαχιακών και υπερτεμαχιακών ΔΧ της γραμμικής περιόδου υστερεί στην περιγραφή γλωσσικών φαινομένων όπως μετακινήσεις του τόνου, π.χ. παιδί [peδí] αλλά παιδιού (peδjú], απόδοση μουσικού τόνου αφρικανικών γλωσσών, που εκτείνεται πέρα του ενός τεμαχίου, αντιπροσώπευση διπλών συμφώνων κλπ.

Στην αυτοτεμαχιακή φωνολογία τα ΔΧ αντιπροσωπεύονται ως χωριστά αυτοτεμάχια διασπασμένα σε διαφορετικά επίπεδα, π.χ. ο τόνος παρίσταται σε χωριστό eπίπεδο από το φωνήεν που τον φέρει, έτσι που η μεταβολή του φωνήεντος σε ημίφωνο [pe δí - peδ já] να επιτρέπει τη μετακίνησή του σε άλλο γειτονικό φωνήεν. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε την ιστορική, δομική και γραμμική φωνολογία της ελληνικής.

Μετρική φωνολογία

Στη γραμμική φωνολογία ο τονισμός τυποποιείται γραμμικά σαν διαδοχή φωνηέντων και συμφώνων· πρβ. τον γραμμικό τρισυλλαβικό τονισμό της νέας ελληνικής :

Φ > + [τόνος] / Χ - Σο Φ Σο ΦΣ# δηλ. α > ά / Χ ά νθρωπος

Δηλαδή: άτονο φωνήεν τονίζεται, όταν βρίσκεται Χ (μετά από οτιδήποτε) και πριν από δύο φωνήεντα Φ, Φ στο τέλος λέξης (#), ανεξάρτητα από το πόσα σύμφωνα παρεμβάλλονται μεταξύ των φωνηέντων (Σο).

Αντίθετα, στη μετρική φωνολογία η τυποποίηση του δυναμικού τόνου δίνεται με προσωδιακά συστατικά: συλλαβή (σ), μετρικό πόδα (F), προσωδιακή λέξη (ω). Η περιγραφή του τονισμού των γλωσσών γίνεται με παραμετροποιήσεις (διαφοροποιήσεις) των προσωδιακών συστατικών· π.χ. ο μετρικός πόδας είναι δισύλλαβος με σχήμα τροχαίου (τονισμένη την αριστερή συλλαβή [* .] ή ίαμβου ( τoνισμένη τη δεξιά συλλαβή [ . *].

Για παράδειγμα, ο τονισμός της ελληνικής, αρχαίας και νέας, είναι διμερής τροχαίος πόδας με αμετροποίητη (εξωμετρική) την τελευταία ληκτική συλλαβή, που προσκολλάται στην προσωδιακή λέξη: π.χ. [ανθρω]+(πoς )= [* . ] (.) Η διαφορά είναι μόνο η παράμετρος της συλλαβικής δομής, βαριά στην αρχαία, κλειστή στη νέα.

H αποδοχή τροχαϊκού τονικού σχήματος για την ελληνική λύνει προβλήματα διαλεκτικών τονισμών, που αντιμετώπισε η τρισυλλαβία , όπως: ερχόμαστε με τρισυλλαβία, αλλά: έρχομάστε (με δύο τόνους), έρχομαστε (παραβίαση τρισυλλαβίας) ή ερχομάστε (χωρίς τρισυλλαβία). Πλην άλλων, εξηγεί και μορφολογικούς σχηματισμούς (βλ. πιο κάτω) κλπ.

Λεξική φωνολογία

Η λεξική φωνολογία επαναφέρει τη μορφολογία, και προτείνει διαχωρισμό της γραμματικής σε Λεξικό Τομέα -που προηγείται της σύνταξης και περιλαμβάνει το κυρίως λεξικό και τη μορφολογία- και Μεταλεξικό Τομέα, που ακολουθεί τη σύνταξη.

Με τη νέα διάταξη επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός των μορφοφωνολογικών μεταβολών -π.χ. βρέχω-βρεγμένος [vreγ-ménos] με ηχηροποίηση [x -γ], μεταξύ μορφημάτων στον Λεξικό Τομέα- από τις καθαρά φωνολογικές -π.χ. τρέχω τρέχεις [x-x´], με αυτόματη ουρανοποίηση , ανεξάρτητη από την μορφολογία- στον Μεταλεξικό Τομέα, όπου είναι διαθέσιμες μόνο συντακτικές πληροφορίες, απαραίτητες για νόμους συντακτικής φράσης .

Προσωδιακή φωνολογία

Για την προσωδιακή φωνολογία οι φωνολογικοί νόμοι ρυθμίζονται μόνο από προσωδιακά συστατικά, που είναι όχι μόνο ανεξάρτητα από μορφολογικά ή συντακτικά συστατικά αλλά μπορούν και να ρυθμίζουν π.χ. μορφολογικούς σχηματισμούς. Πρβ. τη ρύθμιση της κατανομής της αλλομορφίας των ρηματικών επιθημάτων -σιμο και -μα με τον αριθμό συλλαβών του θέματος : μονοσύλλαβο θέμα -σιμο: τρέξιμο [trex-simo], πολυσύλλαβο -μα: άνοιγμα [ánig-ma], ή τον σχηματισμό των υποκοριστικών (υποκορισμός) με τροχαϊκό πόδα: Κωσταντίνος> Κώστας /Ντίνος [kóstas] [dínos] κλπ.

Θεωρία του Βέλτιστου

Στην πρόσφατη αυτή θεωρία (Prince & Smolensky 1993) η σχέση υποκείμενης αντιπροσώπευσης και πραγμάτωσής της είναι άμεση, χωρίς παρεμβολή φωνολογικών νόμων. Το επακόλουθο είναι η σύγκρουση δύο τάσεων: από τη μια η διαφύλαξη της υποκείμενης μορφής, απαραίτητης για την κατανόηση, και από την άλλη η οικονομία στην εκφώνηση του εξαγόμενου με προσαρμογή στα καθολικά γλωσσικά.

Η αναμέτρηση γίνεται με περιορισμούς δύο ειδών, αντίστοιχα: 1) Πιστότητας για τη διατήρηση της υποκείμενης μορφής, π.χ. ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ των τεμαχίων εισαγόμενου και εξαγόμενου, δηλ. μη αποβολή τεμαχίου, και 2) Μαρκαρίσματος/ Ορθού Σχηματισμού, για την εφαρμογή των γλωσσικών καθολικών, όπως π.χ. ΣΥΜΦΩΝΙΑ, δηλ. αφομοίωση ηχηρότητας συμφώνων -xm-> γm: βρέχω - βρεγμένο κλπ.

Οι περιορισμοί διαβαθμίζονται και αξιολογούνται με ειδικές λειτουργίες, της ΓΕΝΝΗΤΡΙΑΣ [Generator] και ΕΚΤΙΜΗΤΗ [Evaluator] και η σύγκρουση λύνεται με επικράτηση του ενός ή ισοπαλία. Ως γλωσσικά καθολικά, οι περιορισμοί έχουν καθολικό χαρακτήρα, μπορούν όμως να διαβαθμίζονται σε κάθε γλωσσικό σύστημα διαφορετικά, ανάλογα με τον τρόπο που λύνεται η σύγκρουση· επομένως είναι παραβιάσιμοι.

Η ευελιξία αυτή επιτρέπει γλωσσικές διαφορές να ανάγονται σε διαφορετική διαβάθμιση περιορισμών και όχι παραμετροποιήσεις, που σημαίνει ακύρωση των γλωσσικών καθολικών.

Ένα απλοποιημένο παράδειγμα: πρβ. ημέρα : μέρα. Η διαφορά, συγχρονικά και ιστορικά, απαιτεί δύο περιορισμούς: 1) πιστότητας, ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ και 2) μαρκαρίσματος, ΕΜΒΑΣΗ, δηλ. κάθε συλλαβή να έχει αρχικό σύμφωνο. Στο ημέρα επικρατεί ο περιορισμός πιστότητας, ενώ ο περιορισμός μαρκαρίσματος υποβαθμίζεται· το αντίθετο ισχύει για τον τύπο μέρα με την αποβολή τού χωρίς έμβαση αρχικού φωνήεντος.

Α. Μαλικούτη-Drachman

Πηγές

1. Γενικά

  • Anderson, S. 1985. Phonology in the Twentieth Century. Σικάγο: Chicago University Press.

2. Δομική Φωνολογία

  • Hjelmslev, L. 1953. Prolegomena to a Theory of Language. Μτφρ. F. Whitefield. Madison: University of Wiskonsin Press.
  • Martinet, Α. 1955. Economie des changements phonétiques. Βέρνη: A. Francke.
  • Trubetzkoy, N. 1939. Grundzüge der Phonologie. Τravaux du circle linguistique de Prage 7. Πράγα.

3. Γενετική φωνολογία

3.1 Γενικά
  • Kenstowitz, M. 1994. Phonology in Generative Grammar. Cambridge Mass. & Οξφόρδη: Blackwell.
  • Νespor, M. 1999. Φωνολογία. Επιμέλεια και προσαρμογή Α. Ράλλη. Αθήνα: Πατάκης.
3.2 Γραμμική φωνολογία
  • Chomsky, N. & M. Halle. 1968. The Sound Pattern of English (SPE). Νέα Υόρκη: Harper & Row.
3.3 Μη γραμμική φωνολογία

Αυτοτεμαχιακή

  • Goldsmith, J.1990. Autosegmental and Metrical Phonology. Οξφόρδη: Blackwell.

Μετρική

  • Ηalle, M. & J. R. Vergnaud. 1987. An Essay on Stress. Cambridge, Mass.: The MIT Press & Λονδίνο.
  • Kiparsky P. 1982. From cyclic to lexical phonology. Στο The Structure of Phonological Representations, επιμ. H. van der Hulst & N. Smith, μέρος 1ο, 131-175. Dordrecht: Foris.

Προσωδιακή

  • Nespor, Μ. & Vogel, Ι. 1986. Prosodic Phonology. Dordrecht: Foris.

4. Θεωρία του Βέλτιστου

  • Archangeli, D.& D.T. Lahgendoen, επιμ. 1997. Optimality Theory: An Overview. Οξφόρδη & Μασσαχουσέτη: Blackwell.
  • Kager, R. 1999. Optimality Theory. Cambridge: Cambridge University Press.

5. Σχετικά με τα ελληνικά παραδείγματα

  • Malikouti-Drachman, A. 1994. New approaches to some problems of Greek phonology. Στο Themes in Greek Linguistics, επιμ. I. Philippaki-Warburton, K. Nikolaidis & M. Sifianou, 33-44. Amsterdam & Φιλαδέλφεια: Benjamins.
  • Malikouti-Drachman Α. 2001. Greek phonology. A contemporary perspective. Journal of Greek Linguistics 2:187-143.

 

Πεδίο

φωνολογία