Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Α"

73 items total [1 - 10]
άηχο σύμφωνο [voiceless / unvoiced consonant]
Όρος ταξινόμησης των συμφώνων με βάση το διακριτικό χαρακτηριστικό της ηχηρότητας. Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν οι φωνητικές χορδές παραμένουν τόσο ανοιχτές ώστε να είναι αδύνατο να τεθούν σε παλμική κίνηση, ενώ ταυτόχρονα η ροή του αέρα παρεμποδίζεται σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας. Άηχα σύμφωνα της νέας ελληνικής είναι τα κλειστά [p t k c], τα τριβόμενα...
αηχοποίηση [devoicing]
Η φωνητική/φωνολογική διαδικασία με την οποία ένα ηχηρό σύμφωνο τρέπεται σε άηχο....
αθέματη κλίση [athematic declencion]
Βλ. αθέματος
 
αθέματος [athematic]
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην περιγραφή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και αναφέρεται στις ρίζες λέξεων των οποίων η κλίση προκύπτει από την απευθείας σύνδεση του κλιτικού επιθήματος στη ρίζα της λέξης χωρίς την παρεμβολή κάποιου φωνήεντος (το οποίο ονομάζεται θεματικό. Πεδίο εφαρμογής της είναι τόσο το ονοματικό όσο και το ρηματικό σύστημα. Ενδεικτικά αναφέρουμε την γ΄ (αθέματη) κλίση (π.χ. αναλογίας. p(author). Μ....
αιτιακός / αιτιακότητα [accusative / accusativity]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ακουστική φωνητική [acoustic phonetics]
Βλ. φωνητική
 
ακροατική φωνητική [auditory phonetics]
Βλ. φωνητική
 
ακροδοντικό σύμφωνο [apico-dental consonant ]
Βλ. οδοντικό σύμφωνο
 
αλλόμορφο [allomorph]
Βλ. μόρφημα
 
αλλόφωνο [allophone]
Βλ. φώνημα
 
< Previous   [1] 2 3 4 5 ...8   Next >
Go to page:Go