Dictionary of Linguistic Terms
Results for: "Τ*"
18 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ταξινομητής [classifier]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[σύνταξη]
- τελεστής [operator]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- τελικό [telic]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- τελικοί ομιλητές [terminal speakers]
- Οι ομιλητές (συνήθως νέοι σε ηλικία) μιας γλωσσικής ποικιλίας (π.χ γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος), οι οποίοι θεωρούνται ως οι τελευταίοι φυσικοί ομιλητές της και οι οποίοι δεν είναι πιθανό να τη μεταδώσουν στις επόμενες γενιές. Το φαινόμενο των τελικών ομιλητών έχει μελετηθεί εκτεταμένα στα αρβανίτικα. Η γλωσσική ικανότητα των ομιλητών αυτών στη θνήσκουσα γλώσσα χαρακτηρίζεται από σημαντικές γραμματικοσυντακτικές, φωνολογικές και...
[φωνητική]
- τεμάχιο [segment]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- τεχνητή νοημοσύνη [artificial intelligence]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- τηλεφωνική συνομιλία [telephone calls]
- Το τηλέφωνο ως μέσο επικοινωνίας εφευρέθηκε πριν από 130 περίπου χρόνια για να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο απαραίτητα στοιχεία της καθημερινής μας ζωής. Ωστόσο, η ανάδειξη της τηλεφωνικής επικοινωνίας σε αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας είναι πολύ πιο πρόσφατη και οφείλεται αναμφισβήτητα στον εθνομεθοδολόγο Harvey Sacks και την Ανάλυση Συνομιλίας. Το δικό τους βέβαια ενδιαφέρον για αυτό το είδος...
- τονισμός [accentuation]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- τόνος [accent]
-
Βλ. τονισμός
[φωνητική]
- τόπος άρθρωσης [place of articulation]
-
Χωρίς περιεχόμενο...