Dictionary of Linguistic Terms
Results for: "Θ*"
12 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- θέμα [stem]
-
Βλ. μόρφημα
- θέμα/σχόλιο [topic/comment - theme/rheme]
- Σε αντιδιαστολή προς τους όρους ονοματική φράση / ρηματική φράση, που περιγράφουν τη γραμματικοσυντακτική δομή της πρότασης, οι όροι μόρφημα -wa προστίθεται ως ένδειξη της θεματικής υπόστασης ενός στοιχείου της πρότασης. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
- θεματικός [thematic]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- θεματικός ρόλος [thematic role]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- Θεωρία της Επίπεδης Συλλαβικής Δομής [Theory of flat syllable structure]
-
Βλ. συλλαβή
- θεωρία της ευγένειας [politeness theory]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- Θεωρία της Ιεραρχικής Συλλαβικής Δόμησης [Theory of ierarchical syllable structure ]
-
Βλ. συλλαβή
- Θεωρία της Κυβέρνησης και Αναφορικής Δέσμευσης [Government and Binding Theory]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- Θεωρία της πληροφορίας [Information Theory]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- Θεωρία της Συνάφειας [Relevance Theory]
-
Χωρίς περιεχόμενο...