Dictionary of Linguistic Terms
Results for: "Γ*"
70 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- γεγονοτικό ρήμα [factive verb]
-
Βλ. γεγονοτικότητα
- γεγονοτικότητα [factivity]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γειτνίαση [contiguity]
- Bλ. μετωνυμία...
- γενετική θεωρία [generative theory]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[σύνταξη]
- γενετική μετασχηματιστική γραμματική [generative transformational grammar]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γενετική συγγένεια [genetic relationship]
- Η συγγένεια μεταξύ ορισμένων γλωσσών που οφείλεται στην κοινή τους προέλευση από μια γλωσσική πρόγονο (η οποία ονομάζεται επαφή γλωσσών) ή σε καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γλώσσας. Η απόδειξη της συγγένειας μεταξύ γλωσσών και η αναγωγή τους σε μια κοινή μητέρα-γλώσσα γίνεται με βάση τις μεθόδους της ιστορικής γλωσσολογίας. Η μητέρα-γλώσσα μπορεί να είναι μαρτυρημένη (όπως η λατινική σε σχέση...
- γενετική φωνολογία [generative phonology]
-
Βλ. φωνολογία
- γενίκευση [generalization]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γένος [gender]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος [geographical variety/ dialect]
- Η γλωσσική ποικιλία που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και διακρίνεται από την κοινή βάσει γεωγραφικών παραλλαγών που αφορούν όλα τα γλωσσικά επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη)∙ π.χ. η κρητική, η τσακωνική, η χιακή κλπ είναι γεωγραφικές ποικιλίες της νέας ελληνικής. Οι ζώνες των τοπικών διαλέκτων προσδιορίζονται με κριτήρια φωνητικά, μορφολογικά, λεξιλογικά και συντακτικά, και με τη βοήθεια των ισογλώσσων, τα...