Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "Ψ*"

4 εγγραφές [1 - 4]
ψευδοαμετάβατες δομές [pseudo-intransitive structures]
Βλ. μεταβατικότητα
 
ψηλό φωνήεν [high vowel]
Βλ. κλειστό φωνήεν
 
ψυχογλωσσολογία [psycholinguistics]
H ψυχογλωσσολογία ή ψυχολογία της γλώσσας είναι διεπιστημονικός κλάδος που ανήκει τόσο στη γλωσσολογία όσο και στην ψυχολογία, και διερευνά τη σχέση γλωσσικών και ψυχολογικών φαινομένων. Βασίζεται γι' αυτό τον σκοπό σε ποικίλες εμπειρικές μεθόδους, κυρίως στις πειραματικές τεχνικές της ψυχολογίας (όπως η μέτρηση του χρόνου αντίδρασης όταν ελέγχεται η κατανόηση προτάσεων) καθώς και στην ανάλυση της φυσικής ομιλίας (όταν...
ψυχολογικό υποκείμενο [psychological subject]
Βλ. θέμα/σχόλιο
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας