Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Σ*"

83 items total [1 - 10]
σειρά των όρων [word order]<
Χωρίς περιεχόμενο...
 
σειριακή επεξεργασία [serial processing]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
σεξισμός, γλωσσικός [linguistic sexism]
Βλ. φύλο και γλώσσα
 
σημαδεμένος - ασημάδευτος [marked - unmarked]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
σημαινόμενο [signified]
Η μία από τις δύο όψεις που συνιστούν το γλωσσικό σημείο, και συγκεκριμένα, η έννοια, το νόημα· π.χ. στο γλωσσικό σημείο η έννοια «μήλο» αποτελεί το σημαινόμενο. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
σημαίνον [signifier]
Η μία από τις δύο όψεις που συνιστούν το γλωσσικό σημείο, και συγκεκριμένα, η ακουστική εικόνα, δηλαδή η μορφή μιας λέξης. Π.χ. στο γλωσσικό σημείο η ακουστική εικόνα [milo] αποτελεί το σημαίνον. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
σημασία [meaning]
Η σημασία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των γλωσσικών μονάδων (της πρώτης άρθρωσης, καθώς η γλώσσα είναι πρωταρχικά σύστημα σήμανσης της εμπειρίας. Τί όμως εννοούμε εδώ με τη χρήση του όρου ...
σημασία, αναφορική [referential meaning]
Βλ. αναφορά
 
σημασία, γραμματική [grammatical meaning]
Βλ. σημασία
 
σημασία, διαπροσωπική [interpersonal meaning]
Βλ. χρήση
 
< Previous   [1] 2 3 4 5 ...9   Next >
Go to page:Go