Dictionary of Linguistic Terms
Results for: "Π*"
65 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- παθολογία του λόγου [speech-language pathology]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- παλλόμενο σύμφωνο [trill consonant]
- Όρος που αναφέρεται στη διάκριση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσής τους. Παλλόμενα είναι τα σύμφωνα που παράγονται όταν ένας κινητός ενεργός αρθρωτής πάλλεται από το ρεύμα του αέρα και ακουμπά γρήγορα και επαναλαμβανόμενα σε έναν άλλο αρθρωτή, π.χ. η άκρη της γλώσσας πάλλεται προς τα φατνία, ή η σταφυλή προς τη ρίζα της γλώσσας. Στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο...
- παραγλωσσικά στοιχεία [paralinguistic features]
- Όλα τα κωδικοποιημένα συστήματα τα οποία συνοδεύουν την εκφώνηση. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η προσωδία (επιτονισμός, ρυθμός, παύσεις κλπ.), οι κινήσεις του προσώπου και των χεριών, η θέση και η κατεύθυνση του σώματος κλπ. Στην πραγματικότητα, ο ομιλητής επιστρατεύει για την πληρέστερη οργάνωση του λόγου του κάθε εκφραστικό μέσο που έχει στην διάθεσή του, οργανώνει τον χώρο με τα χέρια του,...
- παραγωγή [derivation]
- Η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό λεξικών και παραγωγικών μορφημάτων και συνήθως των κλιτικών μορφημάτων. Τα παραγωγικά μορφήματα μπορεί να προηγούνται του λεξικού μορφήματος (προθήματα) ή να έπονται (επιθήματα). Η σημασία της παράγωγης λέξης μπορεί να προκύπτει από τη σημασία των λεξικών και των παραγωγικών μορφημάτων· το παραγωγικό μόρφημα δεν μπορεί να σταθεί από...
- παραγωγή ομιλίας [speech production]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- παραγωγικές μορφοφωνηματικές εναλλαγές [productive morphophonemic alternations]
-
Βλ. μορφοφωνηματική
- παραγωγικό επίθημα [derivational suffix]
-
Βλ. μόρφημα
- παραγωγικό μόρφημα [derivational morpheme]
-
Βλ. μόρφημα
- παραγωγικότητα [productivity]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- παραδειγματικές σχέσεις [paradigmatic relations]
- Οι σχέσεις που δημιουργεί μια γλωσσική μονάδα με όλες τις άλλες με τις οποίες έχει κάτι κοινό και από τις οποίες μπορεί να αντικατασταθεί. Π.χ. στην ακολουθία λέξη που θα μπορούσε να την αντικαταστήσει, όπως παραγωγικό μόρφημα - κλπ. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...