Dictionary of Linguistic Terms

Θεματική περιοχή: "φωνολογία"

59 items total [1 - 10]
αλλόφωνο [allophone]
Βλ. φώνημα
 
αναπληρωματική έκταση [compensatory lengthening]
H φωνολογική διαδικασία κατά την οποία εκτείνεται (δηλαδή γίνεται μακρό) το αρκτικό βραχύ φωνήεν μιας συλλαβής μετά από αποβολή ενός ή περισσότερων γειτονικών συμφώνων που αποτελούν συνήθως την έξοδό της. Σπανιότερο, αλλά όχι ανύπαρκτο, είναι το φαινόμενο της έκτασης του φωνήεντος μετά την αποβολή φωνήεντος. Η αναπληρωματική έκταση έχει ως αποτέλεσμα να διατηρείται το αρχικό βάρος της συλλαβής ακόμη και...
ανομοίωση [dissimilation]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
αποφωνία [apophony]
Βλ. μετάπτωση (σταδιακή τροπή) φωνηέντων - αποφωνία
 
Αρχή της Διαδοχικής Ηχητικότητας [Sonority Sequencing Principle]
Βλ. συλλαβή
 
Αρχή της Μέγιστης Έμβασης [Μaximal Onset Principle]
Βλ. συλλαβή
 
αρχιφώνημα [archiphoneme]
Βλ. ουδετεροποίηση - αρχιφώνημα
 
αυτόματες ή φωνητικές εναλλαγές [automatic or phonetic alternations]
Βλ. μορφοφωνηματική
 
αυτοτεμαχιακή φωνολογία [autosegmental phonology]
Βλ. φωνολογία
 
αφομοίωση [assimilation]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go