εξακολουθητικό σύμφωνο [continuant]

εξακολουθητικό σύμφωνο [continuant]

Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσης . Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν οι αρθρωτές που συμμετέχουν στην πραγμάτωσή τους δεν δημιουργούν απόλυτο κλείσιμο αλλά επιτρέπουν ως ένα βαθμό τη δίοδο του αέρα και η εκφορά τους μπορεί να διαρκέσει όσο θέλουμε ανάλογα με τον ρυθμό της ομιλίας μας ή τις αναπνευστικές μας ικανότητες. Στη νέα ελληνική εξακολουθητικά είναι τα σύμφωνα [f v θ ð x ɣ s z]. Tα σύμφωνα αυτά ονομάζονται και τριβόμενα .

Μ. Αραποπούλου

Πηγές

  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Matthews, P. H. [1997] 2005. Oxford Concise Dictionary of Linguistics. Οξφόρδη: Oxford University Press
  • Πετρούνιας, Ευ. [1984] 1993. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Μπορείτε να ακούσετε τους σχετικούς φθόγγους, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω διευθύνσεις:

 

Πεδίο

φωνητική