Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΓΟΡΓΙΑΣ

Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία (1-10)


[1] Ἡ μὲν κατηγορία καὶ ἡ ἀπολογία ‹καὶ ἡ› κρίσις οὐ περὶ θανάτου γίγνεται· θάνατον μὲν γὰρ ἡ φύσις φανερᾷ τῇ ψήφῳ πάντων κατεψηφίσατο τῶν θνητῶν, ᾗπερ ἡμέρᾳ ἐγένετο· περὶ δὲ τῆς ἀτιμίας καὶ τῆς τιμῆς ὁ κίνδυνός ἐστι, πότερά με χρὴ δικαίως ἀποθανεῖν ἢ μετ᾽ ὀνειδῶν μεγίστων καὶ τῆς αἰσχίστης αἰτίας βιαίως ἀποθανεῖν. [2] δισσῶν δὲ τούτων ὄντων τοῦ μὲν ὅλου ὑμεῖς κρατεῖτε, τοῦ δ᾽ ἐγώ, τῆς μὲν δίκης ἐγώ, τῆς δὲ βίας ὑμεῖς. ἀποκτεῖναι γάρ με δυνήσεσθε βουλόμενοι ῥᾳδίως· κρατεῖτε γὰρ καὶ τούτων, ὧν οὐδὲν ἐγὼ τυγχάνω κρατῶν. [3] εἰ μὲν οὖν ὁ κατήγορος Ὀδυσσεὺς ἢ σαφῶς ἐπιστάμενος προδιδόντα με τὴν Ἑλλάδα τοῖς βαρβάροις ἢ δοξάζων γ᾽ ἁμῆ οὕτω ταῦτα ἔχειν ἐποιεῖτο τὴν κατηγορίαν δι᾽ εὔνοιαν τῆς Ἑλλάδος, ἄριστος ἂν ἦν ὁ ἀνήρ· πῶς γὰρ ‹οὔχ›, ὅς γε σῴζει πατρίδα, τοκέας, τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα, ἔτι δὲ πρὸς τούτοις τὸν ἀδικοῦντα τιμωρούμενος; εἰ δὲ φθόνῳ ἢ κακοτεχνίᾳ ἢ πανουργίᾳ συνέθηκε ταύτην τὴν αἰτίαν, ὥσπερ δι᾽ ἐκεῖνα κράτιστος ἂν ἦν ἀνήρ, οὕτω διὰ ταῦτα κάκιστος ἂν εἴη.
[4] περὶ τούτων λέγων δὲ πόθεν ἄρξωμαι; τί δὲ πρῶτον εἴπω; ποῖ δὲ τῆς ἀπολογίας τράπωμαι; αἰτία γὰρ ἀνεπίδεικτος ἔκπληξιν ἐμφανῆ ἐμποιεῖ, διὰ δὲ τὴν ἔκπληξιν ἀπορεῖν ἀνάγκη τῷ λόγῳ, ἂν μή τι παρ᾽ αὐτῆς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς παρούσης ἀνάγκης μάθω, διδασκάλων ἐπικινδυνοτέρων ἢ ποριμωτέρων τυχών. [5] ὅτι μὲν οὖν οὐ σαφῶς ‹εἰδὼς› ὁ κατήγορος κατηγορεῖ μου, σαφῶς οἶδα· σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ σαφῶς οὐδὲν τοιοῦτον πεποιηκὼς οὐδ᾽ ἔοιχ᾽ ὅπως ἂν εἰδείη τις ὂν τὸ μὴ γενόμενον. εἰ δὲ οἰόμενος οὕτω ταῦτα ἔχειν ἐποιεῖτο τὴν κατηγορίαν, οὐκ ἀληθῆ λέγειν διὰ δισσῶν ὑμῖν ἐπιδείξω τρόπων· οὔτε γὰρ βουληθεὶς ἐδυνάμην ἂν οὔτε δυνάμενος ἐβουλήθην ἔργοις ἐπιχειρεῖν τοιούτοις.
[6] ἐπὶ τοῦτον δὲ τὸν λόγον εἶμι πρῶτον, ὡς ἀδύνατός εἰμι τοῦτο πράττειν. ἔδει γάρ τινα πρῶτον ἀρχὴν γενέσθαι τῆς προδοσίας, ἡ δὲ ἀρχὴ λόγος ἂν εἴη· πρὸ γὰρ τῶν μελλόντων ἔργων ἀνάγκη λόγους γίνεσθαι πρότερον. λόγοι δὲ πῶς ἂν γένοιντο μὴ συνουσίας τινὸς γενομένης; συνουσία δὲ τίνα τρόπον γένοιτ᾽ ἂν μήτ᾽ ἐκείνου πρὸς ἐμὲ πέμψαντος μήτε ἐμοῦ πρὸς ἐκεῖνον ἐλθόντος; οὐδὲ παραγγελία διὰ γραμμάτων ἀφῖκται ἄνευ τοῦ φέροντος. [7] ἀλλὰ δὴ τοῦτο τῷ λόγῳ δυνατὸν γενέσθαι. καὶ δὴ τοίνυν σύνειμι καὶ σύνεστι κἀκεῖνος ἐμοὶ κἀκείνῳ ἐγώ — τίνα τρόπον; τίνι τίς ὤν; Ἕλλην βαρβάρῳ. πῶς ἀκούων καὶ λέγων; πότερα μόνος μόνῳ; ἀλλ᾽ ἀγνοήσομεν τοὺς ἀλλήλων λόγους. ἀλλὰ μεθ᾽ ἑρμηνέως; τρίτος ἄρα μάρτυς γίνεται τῶν κρύπτεσθαι δεομένων. [8] ἀλλὰ δὴ καὶ τοῦτο γενέσθω, καίπερ οὐ γενόμενον. ἔδει δὲ μετὰ τούτους πίστιν δοῦναι καὶ δέξασθαι. τίς οὖν ἂν ἦν ἡ πίστις; πότερον ὅρκος; τίς οὖν ἐμοὶ τῷ προδότῃ πιστεύειν ἔμελλεν; ἀλλ᾽ ὅμηροι; τίνες; οἷον ἐγὼ τὸν ἀδελφὸν ἔδωκ᾽ ἄν (οὐ γὰρ εἶχον ἄλλον), ὁ δὲ βάρβαρος τῶν υἱέων τινά· πιστότατα γὰρ ἂν ἦν οὕτως ἐμοί τε παρ᾽ ἐκείνου ἐκείνῳ τε παρ᾽ ἐμοῦ. ταῦτα δὲ γινόμενα πᾶσιν ὑμῖν ἂν ἦν φανερά. [9] φήσει τις ὡς χρήμασι τὴν πίστιν ἐποιούμεθα, ἐκεῖνος μὲν διδούς, ἐγὼ δὲ λαμβάνων. πότερον οὖν ὀλίγοις; ἀλλ᾽ οὐκ εἰκὸς ἀντὶ μεγάλων ὑπουργημάτων ὀλίγα χρήματα λαμβάνειν. ἀλλὰ πολλοῖς; τίς οὖν ἦν ἡ κομιδή; πῶς δ᾽ ἂν ‹εἷς› ἐκόμισεν; ἢ πολλοί; πολλῶν γὰρ κομιζόντων πολλοὶ ἂν ἦσαν μάρτυρες τῆς ἐπιβουλῆς, ἑνὸς δὲ κομίζοντος οὐκ ἂν πολύ τι τὸ φερόμενον ἦν. [10] πότερα δὲ ἐκόμισαν ἡμέρας ἢ νυκτός; ἀλλὰ ‹νυκτὸς› πολλαὶ καὶ πυκναὶ φυλακαί, δι᾽ ὧν οὐκ ἔστι λαθεῖν. ἀλλ᾽ ἡμέρας; ἀλλά γε τὸ φῶς πολεμεῖ τοῖς τοιούτοις. εἶεν. ἐγὼ δ᾽ ἐξελθὼν ἐδεξάμην, ἢ ἐκεῖνος ὁ φέρων εἰσῆλθεν; ἀμφότερα γὰρ ἄπορα. λαβὼν δὲ δὴ πῶς ἂν ἔκρυψα καὶ τοὺς ἔνδον καὶ τοὺς ἔξω; ποῦ δ᾽ ἂν ἔθηκα; πῶς δ᾽ ἂν ἐφύλαξα; χρώμενος δ᾽ ἂν φανερὸς ἐγενόμην, μὴ χρώμενος δὲ τί ἂν ὠφελούμην ἀπ᾽ αὐτῶν;


[1] Η κατηγορία και η υπεράσπιση και η απόφαση δεν αφορούν εδώ μια καταδίκη σε θάνατο· γιατί η φύση έχει φανερά καταδικάσει σε θάνατο όλους τους θνητούς από την ημέρα που γεννήθηκαν· αλλά πρόκειται για ζήτημα ατίμωσης ή τιμής, αν πρέπει να πεθάνω ως άνθρωπος δίκαιος ή να πεθάνω βίαια μέσα στη μεγαλύτερη καταισχύνη και κάτω από την απεχθέστερη κατηγορία. [2] Από τα δύο λοιπόν αυτά, εσείς υπερισχύετε ολοκληρωτικά ως προς το ένα, ενώ εγώ ως προς το άλλο: εγώ ως προς το δίκιο, εσείς ως προς τη βία· γιατί εύκολα θα μπορέσετε να με σκοτώσετε, αν το θελήσετε· αφού εσείς εξουσιάζετε και εκείνα στα οποία δεν έχω καμιάν εξουσία. [3] Λοιπόν: αν ο κατήγορος μου Οδυσσέας με κατηγορούσε —από αγάπη για την Ελλάδα— είτε με σαφή γνώση ότι εγώ πρόδωσα την Ελλάδα στους βαρβάρους, είτε έχοντας κάπως σχηματίσει τη γνώμη ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ο άνθρωπος θα ήταν έξοχος· τί άλλο να πει κανείς για κάποιον που σώζει την πατρίδα του, τους προγόνους και την Ελλάδα ολόκληρη, και επιπλέον τιμωρεί αυτόν που προξένησε κακό; Αν όμως κατασκεύασε την κατηγορία αυτή από φθόνο, δολιότητα ή πανουργία, τότε όπως στην πρώτη περίπτωση θα ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος, έτσι σε τούτη θα είναι ο χειρότερος.
[4] Από πού να αρχίσω να μιλώ γι᾽ αυτά; Και τί να πω πρώτα; Ποιά κατεύθυνση να δώσω στην υπεράσπισή μου; Γιατί μια κατηγορία χωρίς αποδείξεις προκαλεί προφανή κατάπληξη, και η κατάπληξη το να μην ξέρει κανείς τί να πει· εκτός αν το μάθω από την ίδια την αλήθεια και την τωρινή ανάγκη, δασκάλους πιο επικίνδυνους παρά επινοητικούς. [5] Ότι ο κατήγορος με κατηγορεί χωρίς να έχει σαφή γνώση, το γνωρίζω σαφώς· γιατί έχω σαφή συνείδηση ότι δεν έχω κάνει τίποτα τέτοιο· ούτε καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να γνωρίζει ως γεγονός κάτι που δεν έχει γίνει. Αν όμως διατύπωσε την κατηγορία νομίζοντας πως έτσι έχουν τα πράγματα, θα σας αποδείξω με δύο τρόπους ότι δεν λέει την αλήθεια· γιατί ούτε αν ήθελα θα μπορούσα, ούτε αν μπορούσα θα ήθελα να κάνω τέτοιες πράξεις.
[6] Θα στραφώ πρώτα στο ακόλουθο επιχείρημα: ότι δεν ήταν για μένα δυνατόν να κάνω την πράξη αυτή. Γιατί έπρεπε πρώτα να υπάρξει μια αρχή της προδοσίας, και η αρχή αυτή θα ήταν λόγος, αφού πριν από τις μελλούμενες πράξεις πρέπει να προηγηθούν λόγοι. Πώς όμως θα μπορούσαν να υπάρξουν λόγοι αν δεν υπήρξε κάποια συνάντηση; Και με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να υπάρξει συνάντηση αν ούτε εκείνος έστειλε αγγελιαφόρους σ᾽ εμένα ούτε εγώ πήγα σ᾽ εκείνον; Ούτε φτάνει παραγγελία με γράμμα χωρίς κάποιος να το μεταφέρει. [7] Αλλά θεωρητικά μπορεί τούτο να έγινε. Έστω λοιπόν ότι εκείνος συναντά εμένα και εγώ συναντώ εκείνον — με ποιόν τρόπο; Όντας τί ο καθένας για τον άλλον; Έλληνας ο ένας, βάρβαρος ο άλλος. Πώς θα ακούει ή θα μιλάει ο καθένας; Μόνοι μας μήπως; Μα τότε δεν θα ξέρει ο ένας τί λέει ο άλλος. Μήπως με διερμηνέα; Μα έτσι, τότε, θα υπάρχει ένας τρίτος, μάρτυρας γι᾽ αυτά που πρέπει να μένουν κρυφά. [8] Αλλά ας δεχτούμε ότι και αυτό συνέβη, παρόλο που δεν έχει συμβεί. Θα έπρεπε, κατόπιν, αυτοί οι δυο να δώσουν και να πάρουν εγγυήσεις. Ποιά λοιπόν θα ήταν η εγγύηση; Μήπως ο όρκος; Μα ποιός επρόκειτο να εμπιστευτεί εμένα τον προδότη; Μήπως όμηροι; Ποιοί; Εγώ λ.χ. θα μπορούσα να παραδώσω ως όμηρο τον αδερφό μου —αφού δεν είχα και άλλον— και ο βάρβαρος κάποιον από τους γιους του· γιατί με αυτόν τον τρόπο θα είχαμε ασφαλέστερες εγγυήσεις και εγώ από εκείνον και εκείνος από μένα. Μα αν είχαν συμβεί αυτά θα ήσαν φανερά σε όλους σας. [9] Θα πει ίσως κάποιος ότι η εγγύηση ήσαν χρήματα που εκείνος έδωσε και εγώ πήρα. Τί λοιπόν, λίγα; Μα δεν είναι εύλογο για μεγάλες υπηρεσίες να πάρει κανείς λίγα χρήματα. Μήπως πολλά; Πώς λοιπόν έγινε η μεταφορά τους; Πώς τα μετέφερε ένας άνθρωπος μόνος του; Ή μήπως ήσαν πολλοί; Μα αν ήσαν πολλοί που έκαναν τη μεταφορά, θα υπήρχαν πολλοί μάρτυρες της συνομωσίας, ενώ αν ήταν ένας, αυτό που μετέφερε δεν θα μπορούσε να είναι πολύ. [10] Άλλωστε πότε τα μετέφεραν, μέρα ή νύχτα; Μα τη νύχτα υπάρχουν πολλές και πυκνές φρουρές, από τις οποίες δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει. Μήπως λοιπόν την ημέρα; Μα το φως αποτελεί βέβαια εχθρό για τέτοιες πράξεις. Ας είναι. Όμως τί, εγώ βγήκα και πήρα τα χρήματα ή ήρθε μέσα εκείνος που τα έφερε; Και τα δύο αυτά δεν στέκουν. Και αν τα πήρα, πώς θα τα έκρυβα και από τους μέσα και από τους έξω; Και πού τα έβαλα; Και πώς τα φύλαξα; Αν τα χρησιμοποιούσα θα φανερωνόμουν, αν όμως δεν τα χρησιμοποιούσα ποιό όφελος θα είχα απ᾽ αυτά;