[2.4.1] Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θηραμένη. Τότε πια θεώρησαν οι Τριάντα πως ήταν ελεύθεροι να τυραννούν δίχως φόβο· όχι μόνο απαγόρευσαν σ᾽ όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη, αλλά τους έδιωχναν κι απ᾽ τ᾽ αγροκτήματά τους για να τους αρπάξουν, αυτοί κι οι φίλοι τους, τη γη τους. Οι κατατρεγμένοι κατέφευγαν στον Πειραιά, μα κι εκεί συνεχιζόταν ο διωγμός· τα Μέγαρα κι η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες. [403 π.Χ.] [2.4.2] Τότε κίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και κατέλαβε τ᾽ οχυρό φρούριο της Φυλής. Μια μέρα που ᾽κανε καλό καιρό βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν, έχοντας μαζί τους τούς Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά πληγώθηκαν κι έφυγαν άπρακτοι. [2.4.3] Οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν· τη νύχτα όμως και την άλλη μέρα χιόνισε τόσο πολύ, που υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη, βουτηγμένοι στα χιόνια, αφού τους σκότωσαν οι άλλοι πολλούς βοηθητικούς. [2.4.4] Κατάλαβαν ωστόσο ότι οι επαναστάτες θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες αν δεν υπήρχε φρουρά να τις προστατέψει· έστειλαν λοιπόν στα σύνορα —κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή— όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών, που στρατοπέδευσαν σ᾽ ένα πυκνοφυτεμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή. [2.4.5] Στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες. Μια νύχτα ο Θρασύβουλος τους πήρε και τους κατέβασε σ᾽ απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά· εκεί απόθεσαν τα όπλα τους και περίμεναν. [2.4.6] Κατά τα ξημερώματα σηκώθηκαν οι φρουροί και τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, ξεμακραίνοντας από τον οπλισμό τους. Εκείνη την ώρα —καθώς οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ᾽ άλογα— οι άνδρες του Θρασύβουλου άδραξαν τ᾽ άρματα, κι ορμώντας καταπάνω τους τρέχοντας σκότωσαν μερικούς και κυνήγησαν τους άλλους, που το ᾽βαλαν στα πόδια, ώς έξι εφτά στάδια απόσταση. Οι ολιγαρχικοί έχασαν περισσότερους από εκατόν είκοσι οπλίτες και τρεις ιππείς: τον Νικόστρατο, τον λεγόμενο «ωραίο», κι άλλους δυο που πιάστηκαν στα στρώματά τους. [2.4.7] Κατόπιν οι επαναστάτες γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο, μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους κι επέστρεψαν στη Φυλή. Όταν ήρθε το ιππικό από την πόλη για ενίσχυση, δεν βρήκε κανέναν εχθρό μπροστά του· έμεινε λοιπόν εκεί μόνο ώσπου να παραλάβουν τους νεκρούς οι συγγενείς τους και ξαναγύρισε στην πόλη. [2.4.8] Έπειτα απ᾽ αυτό οι Τριάντα, κρίνοντας ότι η θέση τους είχε κλονιστεί, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να την έχουν καταφύγιο σ᾽ ώρα ανάγκης. Πήγαν λοιπόν εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι Τριάντα έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό, κι έκαναν επιθεώρηση στους Ελευσινίους. Στη συνέχεια, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους κι ο καθένας που θα καταγραφόταν να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στον γιαλό όμως είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν χειροπόδαρα. Αφού τους έπιασαν όλους μ᾽ αυτόν τον τρόπο, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. [2.4.9] Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο, καθώς και τους υπόλοιπους ιππείς, κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: «Το καθεστώς, άνδρες, δεν τ᾽ οργανώνουμε μόνο για καλό δικό μας, μα άλλο τόσο και για δικό σας. Μια και θα ᾽χετε λοιπόν μερίδιο στις τιμές, πρέπει να ᾽χετε μερίδιο και στους κινδύνους. Για τούτο είν᾽ ανάγκη να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, ώστε να ᾽χετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». Και τους έδειξε κάποιο σημείο, λέγοντας να πάνε εκεί να ψηφίσουν ένας ένας φανερά. [2.4.10] Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· άλλωστε όσοι πολίτες δεν σκοτίζονταν παρά μόνο για το συμφέρον τους τα ᾽βλεπαν αυτά με καλό μάτι… Μετά απ᾽ αυτά ο Θρασύβουλος πήρε τους ανθρώπους του από τη Φυλή —είχαν κιόλας μαζευτεί περίπου χίλιοι— κι έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το ᾽μαθαν οι Τριάντα έτρεξαν να τους χτυπήσουν με τους Λάκωνες, τους οπλίτες και το ιππικό, και προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που ανεβαίνει στον Πειραιά. [2.4.11] Οι επαναστάτες δοκίμασαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι ο περίβολος του τείχους του Πειραιά, μεγάλος καθώς ήταν, χρειαζόταν πολυάνθρωπη φρουρά για την επάνδρωσή του ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά· πρώτα παρατάχτηκαν έτσι ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο, και το βάθος τους έφτανε τις πενήντα σειρές. Κατόπιν, μ᾽ αυτόν τον σχηματισμό, άρχισαν ν᾽ ανηφορίζουν. [2.4.12] Αντίκρυ τους, οι επαναστάτες έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος· πίσω τους ωστόσο πήραν θέση ασπιδοφόροι κι ελαφρύ πεζικό οπλισμένο μ᾽ ακόντια, κι ακόμα πιο πίσω άλλοι, οπλισμένοι με πέτρες. (Απ᾽ αυτούς ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι.) Καθώς προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του ν᾽ αποθέσουν τις ασπίδες τους· κάνοντας κι αυτός το ίδιο, αλλά κρατώντας τ᾽ άλλα όπλα του, στάθηκε στη μέση κι είπε: [2.4.13] «Θυμηθείτε, πολίτες —κι όσοι δεν το ξέρετε, μάθετέ το— ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που εδώ και τέσσερις μέρες νικήσατε και πήρατε στο κυνήγι. Στο άκρο αριστερό τους πάλι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα — αυτοί που δίχως σε τίποτε να ᾽χουμε φταίξει μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των αγαπημένων μας. Νά όμως που τώρα τους έλαχε κάτι που αυτοί ποτέ δεν περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν — [2.4.14] τους αντικρίζουμε με τα όπλα στα χέρια! Κάποτε μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην Αγορά· άλλοι εξοριστήκαμε όχι μόνο αναίτια, αλλά δίχως να βρισκόμαστε καν στην πόλη. Γι᾽ αυτό κι οι θεοί παίρνουν τώρα φανερά το μέρος μας: μέσα στην καλοκαιρία προκαλούν θύελλα την ώρα που μας συμφέρει· όταν κάνουμε επίθεση λίγοι εμείς εναντίον πολλών εχθρών, θριαμβεύουμε χάρη στην εύνοιά τους· [2.4.15] και νά τώρα που μας έφεραν σε τοποθεσία όπου οι εχθροί έχουν ν᾽ ανέβουν ανήφορο κι έτσι δεν μπορούν ούτε δόρατα, ούτε ακόντια να ρίξουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, ενώ εμείς από ψηλά θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ᾽ ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. [2.4.16] Θα νόμιζε κανείς ότι με τις πρώτες σειρές τους τουλάχιστον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε σαν ίσοι προς ίσους· αν όμως εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δεν θ᾽ αστοχήσει — γεμάτος καθώς είν᾽ ο δρόμος από δαύτους. Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν — έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ᾽ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε. [2.4.17] Εμπρός λοιπόν, άνδρες, αγωνιστείτε με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας σας να νιώσει ότι σ᾽ αυτόν περισσότερο χρωστάμε τη νίκη! Γιατί αυτή, αν θέλει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά —σ᾽ όσους έχουν— και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι θα ᾽ναι στ᾽ αλήθεια όσοι από μας, νικητές, ζήσουν για να δουν τη γλυκύτατη εκείνη μέρα! Ευτυχισμένος όμως κι όποιος σκοτωθεί, γιατί σε κανέναν —και πλούσιος να ᾽ναι— δεν θα στηθεί μνημείο λαμπρό σαν το δικό του! Όταν λοιπόν έρθει η στιγμή θ᾽ αρχίσω εγώ να τραγουδάω τον παιάνα — και μόλις επικαλεστούμε τον Ενυάλιο ας ορμήσουμε όλοι με μια καρδιά, να ξεπληρώσουμε σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους τις προσβολές που μας έκαναν!» |