Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΟΥΣΑΙΟΣ

Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (1-29)


Εἰπέ, θεά, κρυφίων ἐπιμάρτυρα λύχνον Ἐρώτων
καὶ νύχιον πλωτῆρα θαλασσοπόρων ὑμεναίων
καὶ γάμον ἀχλυόεντα, τὸν οὐκ ἴδεν ἄφθιτος Ἠώς,
καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον, ὅπῃ γάμον ἔννυχον Ἡροῦς
5 νηχόμενόν τε Λέανδρον ὁμοῦ καὶ λύχνον ἀκούω,
λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης,
Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην,
λύχνον, Ἔρωτος ἄγαλμα· τὸν ὤφελεν αἰθέριος Ζεὺς
ἐννύχιον μετ᾽ ἄεθλον ἄγειν ἐς ὁμήγυριν ἄστρων
10 καί μιν ἐπικλῆσαι νυμφοστόλον ἄστρον Ἐρώτων,
ὅττι πέλεν συνέριθος ἐρωμανέων ὀδυνάων,
ἀγγελίην δ᾽ ἐφύλαξεν ἀκοιμήτων ὑμεναίων,
πρὶν χαλεπαῖς πνοιῇσιν ἀήμεναι ἐχθρὸν ἀήτην.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι μέλποντι μίαν συνάειδε τελευτὴν
15 λύχνου σβεννυμένοιο καὶ ὀλλυμένοιο Λεάνδρου.
Σηστὸς ἔην καὶ Ἄβυδος ἐναντίον ἐγγύθι πόντου.
γείτονές εἰσι πόληες. Ἔρως δ᾽ ἑὰ τόξα τιταίνων
ἀμφοτέραις πολίεσσιν ἕνα ξύνωσεν ὀιστόν
ἠίθεον φλέξας καὶ παρθένον. οὔνομα δ᾽ αὐτῶν
20 ἱμερόεις τε Λέανδρος ἔην καὶ παρθένος Ἡρώ.
ἡ μὲν Σηστὸν ἔναιεν, ὁ δὲ πτολίεθρον Ἀβύδου,
ἀμφοτέρων πολίων περικαλλέες ἀστέρες ἄμφω,
εἴκελοι ἀλλήλοισι. σὺ δ᾽, εἴ ποτε κεῖθι περήσεις,
δίζεό μοί τινα πύργον, ὅπῃ ποτὲ Σηστιὰς Ἡρὼ
25 ἵστατο λύχνον ἔχουσα καὶ ἡγεμόνευε Λεάνδρῳ·
δίζεο δ᾽ ἀρχαίης ἁλιηχέα πορθμὸν Ἀβύδου
εἰσέτι που κλαίοντα μόρον καὶ ἔρωτα Λεάνδρου.
ἀλλὰ πόθεν Λείανδρος Ἀβυδόθι δώματα ναίων
Ἡροῦς εἰς πόθον ἦλθε, πόθῳ δ᾽ ἐνέδησε καὶ αὐτήν;


Πες μου τον λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες,
της νύκτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει,
τον γάμο πες τον σκοτεινό, που δεν είδ᾽ η Αυγούλα,
και την Σηστό, που της Ηρώς ενυκτογίνη ο γάμος.
5Να κολυμπάει τον Λέανδρον ακούω και μαζί του
τον λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης,
τον καλεστή και στολιστή της νυκτοπαντρεμένης
τον λύχνο, τ᾽ αναγάλιασμα των δυων αγαπημένων.
Για τα νυκτέρια του έπρεπε μες στ᾽ άστρα να τον πάρει
10ο άγιος θεός και να τον πει «τ᾽ αστέρι των ερώτων»·
τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήτον
και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου
προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του.
Έλα, θεά, τραγούδα μου, να πούμε το ᾽να τέλος
15του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη.
Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν
κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ᾽ επάνω ο Έρως
και μες στες χώρες και τες δυο μιαν τόξεψε σαγίτα
και μια κορασιάν έκαψε και νιο ένα παλληκάρι.
20Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν.
Η Ηρώ στην Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιος ήτον·
άστρα κι οι δυο γλυκόφωτα στες δυο μέσα τες χώρες·
άστρα πανόμοια. Μόν᾽ εσύ αν τύχει και περάσεις,
ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο
25στεκόταν και τον Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε·
ζήτα τ᾽ ολόβογκο στενό της προτινής Αβύδου.
Ακόμα μπορεί την θανή να κλαίει του Λεάνδρου!
Μα τώρα πώς ο Λέανδρος από την Άβυδό του
στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;