Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΙΩΝ

Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος (1-28)


Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
«ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι, Κύπρι, κάθευδε·
ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολε καὶ πλατάγησον
5στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
Κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων, τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα
10χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ᾽ ὀφρύσι δ᾽ ὄμματα ναρκῇ,
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος, ἀμφὶ δὲ τήνῳ
θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει.
Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.
15αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
Ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,
μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.
τῆνον μὲν περιπολλὰ φίλοι κύνες ὠδύραντο,
καὶ Νύμφαι κλαίουσιν ὀρειάδες. ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα
20λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται
πενθαλέα νήζωστος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν
ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται,
ὀξὺ δὲ κωκύουσα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται,
Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν καὶ πολλὰ καλεῦσα.
25ἀμφὶ δέ νιν μέλαν εἷμα παρ᾽ ὀμφαλὸν αἰωρεῖται,
στήθεα δ᾽ ἐκ χειρῶν φοινίσσεται, οἱ δ᾽ ὑπὸ μαζοί
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύρονται.
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

ΒΙΩΝ
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΩΝΗ

Θρηνώ τον Άδωνη: «Έσβησε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»
«Ο ωραίος εχάθηκε Άδωνης» κλαιν οι Έρωτες μαζί μου.

Στο πορφυρό στρωσίδι σου πια μην κοιμάσαι, Κύπρη·
δύστυχη, σήκω, φόρεσε τα μαύρα, στηθοδάρσου
5και λέγε σε όλους: «Χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»
Θρηνώ τον Άδωνη, θρηνούν και οι Έρωτες μαζί μου.

Ο ωραίος κείτεται Άδωνης στα όρη λαβωμένος,
απ᾽ άσπρο δόντι στ᾽ άσπρο του μηρί, η πνοή του σβήνει
—τί πόνοι, ω Κύπρη!—, ξεψυχά, στη σάρκα τη χιονάτη
10το μαύρο του αίμα χύνεται, τα μάτια σκοτιδιάζουν,
και φεύγουν απ᾽ το χείλι του τα ρόδα, και πεθαίνει
στο χείλι το φιλί, που πια δε θα το πάρει η Κύπρη.
Το φίλημά του, κι ας μη ζει, θα το ποθούσε η Κύπρη,
μα ξέρει αυτός ποιός τον φιλεί την ώρα του θανάτου;
15Θρηνώ τον Άδωνη, θρηνούν και οι Έρωτεςμαζί μου.

Έχει ο Άδωνης λαβωματιά βαριά μες στο μηρί του,
μα πιο βαριά ᾽χει στην καρδιά λαβωματιά η Κυθέρεια.
Τον Άδωνη τον έκλαψαν τ᾽ αγαπητά σκυλιά του
και τον θρηνούν και των βουνών οι Νύμφες. Η Αφροδίτη
20με τα μαλλιά της ξέπλεκα στους λόγγους τριγυρνάει,
μαυροντυμένη, ξέζωστη, ξυπόλυτη· ως διαβαίνει,
τη σκίζουνε και το θεϊκό τής πίνουν αίμα οι βάτοι·
γοερά θρηνώντας, λαγκαδιές περνά, και τον Ασσύριον
άντρα της κράζει, τ᾽ όνομά του λέει και ξαναλέει.
25Μαύρο ανεμίζει γύρω της ντύμα ανοιχτό ώς τη μέση,
ματώνει με τα χέρια της τα στήθια, κοκκινίζει
για χάρη τώρα του Άδωνη του κόρφου της το χιόνι.
Κι όλο θρηνούνε οι Έρωτες «Κυθέρεια, συφορά σου»