Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1000-1046)


1000ΑΓ. ἦ γὰρ τάδ᾽ ὀκνῶν κεῖθεν ἦσθ᾽ ἀπόπτολις;
ΟΙ. πατρός γε χρῄζων μὴ φονεὺς εἶναι, γέρον.
ΑΓ. τί δῆτ᾽ ἐγὼ οὐχὶ τοῦδε τοῦ φόβου σ᾽, ἄναξ,
ἐπείπερ εὔνους ἦλθον, ἐξελυσάμην;
ΟΙ. καὶ μὴν χάριν γ᾽ ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ.
1005ΑΓ. καὶ μὴν μάλιστα τοῦτ᾽ ἀφικόμην, ὅπως
σοῦ πρὸς δόμους ἐλθόντος εὖ πράξαιμί τι.
ΟΙ. ἀλλ᾽ οὔποτ᾽ εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ᾽ ὁμοῦ.
ΑΓ. ὦ παῖ, καλῶς εἶ δῆλος οὐκ εἰδὼς τί δρᾷς.
ΟΙ. πῶς, ὦ γεραιέ; πρὸς θεῶν δίδασκέ με.
1010ΑΓ. εἰ τῶνδε φεύγεις οὕνεκ᾽ εἰς οἴκους μολεῖν.
ΟΙ. ταρβῶν γε μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ σαφής.
ΑΓ. ἦ μὴ μίασμα τῶν φυτευσάντων λάβῃς;
ΟΙ. τοῦτ᾽ αὐτό, πρέσβυ, τοῦτό μ᾽ εἰσαεὶ φοβεῖ.
ΑΓ. ἆρ᾽ οἶσθα δῆτα πρὸς δίκης οὐδὲν τρέμων;
1015ΟΙ. πῶς δ᾽ οὐχί, παῖς γ᾽ εἰ τῶνδε γεννητῶν ἔφυν;
ΑΓ. ὁθούνεκ᾽ ἦν σοι Πόλυβος οὐδὲν ἐν γένει.
ΟΙ. πῶς εἶπας; οὐ γὰρ Πόλυβος ἐξέφυσέ με;
ΑΓ. οὐ μᾶλλον οὐδὲν τοῦδε τἀνδρός, ἀλλ᾽ ἴσον.
ΟΙ. καὶ πῶς ὁ φύσας ἐξ ἴσου τῷ μηδενί;
1020ΑΓ. ἀλλ᾽ οὔ σ᾽ ἐγείνατ᾽ οὔτ᾽ ἐκεῖνος οὔτ᾽ ἐγώ.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ᾽ ὠνομάζετο;
ΑΓ. δῶρόν ποτ᾽, ἴσθι, τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών.
ΟΙ. κᾆθ᾽ ὧδ᾽ ἀπ᾽ ἄλλης χειρὸς ἔστερξεν μέγα;
ΑΓ. ἡ γὰρ πρὶν αὐτὸν ἐξέπεισ᾽ ἀπαιδία.
1025ΟΙ. σὺ δ᾽ ἐμπολήσας, ἢ τυχών μ᾽ αὐτῷ δίδως;
ΑΓ. εὑρὼν ναπαίαις ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς.
ΟΙ. ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τί τούσδε τοὺς τόπους;
ΑΓ. ἐνταῦθ᾽ ὀρείοις ποιμνίοις ἐπεστάτουν.
ΟΙ. ποιμὴν γὰρ ἦσθα κἀπὶ θητείᾳ πλάνης;
1030ΑΓ. σοῦ δ᾽, ὦ τέκνον, σωτήρ γε τῷ τότ᾽ ἐν χρόνῳ.
ΟΙ. τί δ᾽ ἄλγος ἴσχοντ᾽ ἐν χεροῖν με λαμβάνεις;
ΑΓ. ποδῶν ἂν ἄρθρα μαρτυρήσειεν τὰ σά.
ΟΙ. οἴμοι, τί τοῦτ᾽ ἀρχαῖον ἐννέπεις κακόν;
ΑΓ. λύω σ᾽ ἔχοντα διατόρους ποδοῖν ἀκμάς.
1035ΟΙ. καλόν γ᾽ ὄνειδος σπαργάνων ἀνειλόμην.
ΑΓ. ὥστ᾽ ὠνομάσθης ἐκ τύχης ταύτης ὃς εἶ.
ΟΙ. ὦ πρὸς θεῶν, πρὸς μητρός, ἢ πατρός; φράσον.
ΑΓ. οὐκ οἶδ᾽· ὁ δοὺς δὲ ταῦτ᾽ ἐμοῦ λῷον φρονεῖ.
ΟΙ. ἦ γὰρ παρ᾽ ἄλλου μ᾽ ἔλαβες οὐδ᾽ αὐτὸς τυχών;
1040ΑΓ. οὔκ, ἀλλὰ ποιμὴν ἄλλος ἐκδίδωσί μοι.
ΟΙ. τίς οὗτος; ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ;
ΑΓ. τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο.
ΟΙ. ἦ τοῦ τυράννου τῆσδε γῆς πάλαι ποτέ;
ΑΓ. μάλιστα· τούτου τἀνδρὸς οὗτος ἦν βοτήρ.
1045ΟΙ. ἦ κἄστ᾽ ἔτι ζῶν οὗτος, ὥστ᾽ ἰδεῖν ἐμέ;
ΑΓ. ὑμεῖς γ᾽ ἄριστ᾽ εἰδεῖτ᾽ ἂν οὑπιχώριοι.


1000ΑΓΓ. Αυτά φοβόσουν και στερήθηκες την πόλη σου;
ΟΙΔ. Για να μη γίνω του πατέρα μου φονιάς.
ΑΓΓ. Κι από το φόβο δεν σε λύτρωσα;
Δεν έφερα καλές ειδήσεις, βασιλιά, μου;
ΟΙΔ. Αξίζεις την ευγνωμοσύνη μου.
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτό το λόγο κόπιασα.
Σα θα γυρίσεις στην πατρίδα
κάτι κι εγώ προσμένω να κερδίσω.
ΟΙΔ. Ποτέ μου δεν θα ξαναδώ τον τόπο που γεννήθηκα.
ΑΓΓ. Μου φαίνεται, παιδί μου, πως δε νογάς τί κάνεις.
ΟΙΔ. Γιατί το λες αυτό;
Εξήγησέ μου, γέροντα. Σε παρακαλώ.
1010ΑΓΓ. Γιατί πραγματικά
το σπίτι των γονιών σου αποφεύγεις;
ΟΙΔ. Η σκέψη με τρομάζει
μήπως ο Φοίβος βγει αληθινός.
ΑΓΓ. Μήπως τα γονικά σου σε μολύνουν;
ΟΙΔ. Αυτός ο φόβος, γέροντα,
με πνίγει χρόνια τώρα.
ΑΓΓ. Γνωρίζεις τάχα πως τρέμεις άδικα;
ΟΙΔ. Γιατί; Παιδί τους δε γεννήθηκα;
ΑΓΓ. Ο Πόλυβος κι εσύ
δεν είχατε συγγένεια καμία.
ΟΙΔ. Τί είπες; Ο Πόλυβος δε μ᾽ έσπειρε;
ΑΓΓ. Είναι πατέρας σου, όσο κι εγώ.
ΟΙΔ. Ένας τυχαίος κι ο πατέρας μου
δεν είναι ίσα κι όμοια.
1020ΑΓΓ. Κανένας απ᾽ τους δυο μας δε σε γέννησε.
ΟΙΔ. Τότε γιατί μ᾽ ονόμαζε παιδί του;
ΑΓΓ. Μάθε λοιπόν πως τα δικά μου χέρια
δώρο σε πρόσφεραν σ᾽ αυτόν.
ΟΙΔ. Και πώς το ξένο δώρο
τ᾽ αγάπησε παράφορα;
ΑΓΓ. Άτεκνος ήταν πριν. Υπέφερε.
ΟΙΔ. Μ᾽ αγόρασες ή με βρήκες
και μ᾽ έδωσες;
ΑΓΓ. Στου Κιθαιρώνα τις πλαγιές σε βρήκα.
ΟΙΔ. Πώς βρέθηκες σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΑΓΓ. Βοσκούσα πρόβατα στα κορφοβούνια.
ΟΙΔ. Σε πλήρωναν λοιπόν
από βοσκή να τριγυρνάς σ᾽ άλλη βοσκή.
1030ΑΓΓ. Τότε σε βρήκα, γιόκα μου, και σ᾽ έσωσα.
ΟΙΔ. Με βρήκες; Πόναγα; Υπέφερα;
ΑΓΓ. Ρώτα τους αστραγάλους σου να μαρτυρήσουν.
ΟΙΔ. Γιατί ξυπνάς στη μνήμη
πληγές αρχαίες;
ΑΓΓ. Σου λύνω τα σχοινιά
που σφίγγαν τα σφυρά τα τρυπημένα.
ΟΙΔ. Από τα σπάργανα κληρώθηκα
σακατεμένος.
ΑΓΓ. Απ᾽ τα σακατεμένα πόδια σου
σ᾽ ονόμασα Οιδίποδα.
ΟΙΔ. Πες μου για το θεό
πατέρας ή μητέρα μού το ᾽κανε αυτό;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω. Καλύτερα θα ξέρει
αυτός που σ᾽ έδωσε σε μένα.
ΟΙΔ. Απ᾽ άλλο με πήρες;
Δε με βρήκες τυχαία;
1040ΑΓΓ. Όχι. Άλλος βοσκός σε μένα
σε παρέδωσε.
ΟΙΔ. Ποιός ήταν;
Ξέρεις να πεις πώς ήταν;
ΑΓΓ. Λέγαν πως ήταν δούλος του Λαΐου.
ΟΙΔ. Αυτού που κυβερνούσε κάποτε
τη χώρα τούτη;
ΑΓΓ. Βεβαίως· ήταν βοσκός του.
ΟΙΔ. Ζει; Μπορώ να του μιλήσω;
Να τον δω;
ΑΓΓ. Εσείς οι ντόπιοι ξέρετε καλύτερα.


1000ΑΓΓ. Μα αλήθεια, αυτά φοβόσουν κι είχες φύγει
εκεί από την πατρίδα; ΟΙΔ. Ναι, γιατί
δεν ήθελα φονιάς εγώ να γίνω
του πατέρα μου, γέρο. ΑΓΓ. Και πώς τώρα
να μη σ᾽ έβγαζα εγώ απ᾽ αυτό το φόβο,
αφού μ᾽ αυτ᾽ ήρθα, βασιλιά, για σένα
την καλή μου διάθεση; ΟΙΔ. Και θα ᾽χεις,
την πλερωμή από μέρους μου που αξίζεις.
ΑΓΓ. Μα ίσα-ίσα κι εγώ γι᾽ αυτό είναι πού ηρθα,
για να δω τίποτα καλό από σένα
σα θα γυρίσεις σπίτι σου. ΟΙΔ. Ποτέ μου
εγώ δε θα βρεθώ με τους γονιούς μου.
ΑΓΓ. Γιε μου, δεν ξέρεις, φαίνεται, τί κάνεις.
ΟΙΔ. Πώς, γέροντα; για το Θεό, εξηγήσου.
1010ΑΓΓ. Αν είναι αυτός ο λόγος που αποφεύγεις
στα σπίτια σου να ᾽ρθεις. ΟΙΔ. Γιατί φοβούμαι
μη βγουν αληθινοί οι χρησμοί του Φοίβου.
ΑΓΓ. Μην πέσεις σε ανομία με τους γονιούς σου;
ΟΙΔ. Αυτό ειναι, γέρο· αυτό φοβούμαι πάντα.
ΑΓΓ. Να ξέρεις τάχα πως δεν έχεις δίκιο
καθόλου να φοβάσαι; ΟΙΔ. Και πώς όχι,
αφού από κείνους είμαι γεννημένος;
ΑΓΓ. Γιατί δεν είχε ο Πόλυβος συγγένεια
καμιά με σένα. ΟΙΔ. Πώς; τί λες; αλήθεια
δε μ᾽ εγέννησε ο Πόλυβος; ΑΓΓ. Δεν είσαι
πιότερο εκείνου, απ᾽ ότι είσαι και μένα,
μα το ίδιο. ΟΙΔ. Και πώς είναι ο πατέρας
το ίδιο μ᾽ έναν, που τίποτα δε μού ειναι;
1020ΑΓΓ. Μα δε γέννησα ούτ᾽ εγώ, ούτ᾽ εκείνος.
ΟΙΔ. Και γιατί τότε να με λέει «παιδί μου»;
ΑΓΓ. Δώρο σε πήρε κάποτε, να ξέρεις,
απ᾽ τα δικά μου χέρια. ΟΙΔ. Κι έτσι τόσο
μ᾽ αγάπησε, ενώ με είχε πάρει απ᾽ άλλο;
ΑΓΓ. Τον έσφιξε η ακληριά του πού ειχε ως τότε.
ΟΙΔ. Και με είχες αγοράσει εσύ, ή με βρήκες,
και μ᾽ έδωσες; ΑΓΓ. Σε ήβρα στου Κιθαιρώνα
τις σύδεντρες πλαγιές. ΟΙΔ. Και για ποιό λόγο
βρέθηκες να γυρνάς σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΑΓΓ. Κοπάδια φύλαγα ορεινά εκεί πάνω.
ΟΙΔ. Βοσκός λοιπόν και με μισθό γυρνούσες;
1030ΑΓΓ. Για να γενώ σωτήρας σου, παιδί μου,
εκείνο τον καιρό. ΟΙΔ. Και τί κακό
με βρήκες να υποφέρω, όταν με πήρες;
ΑΓΓ. Οι κλείδωσες θενα το μαρτυρούσαν
των ποδιώ σου. ΟΙΔ. Οϊμέ, ποιά μου θυμίζεις
παλιά μου συφορά! ΑΓΓ. Σ᾽ έλυσα που είχες
τα σφυρά των ποδιώ σου τρυπημένα.
ΟΙΔ. Φριχτή ντροπή απ᾽ τα σπάργανά μου επήρα.
ΑΓΓ. Που σ᾽ αυτό και χρωστάς τ᾽ όνομα πὄχεις.
ΟΙΔ. Ω για όνομα των θεών, πε μου, ποιός ήταν
που το ᾽καμε, η μητέρα μου ή ο πατέρας;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω· αυτός που σ᾽ έδωκε σε μένα
θα γνωρίζει καλύτερα. ΟΙΔ. Ώστε απ᾽ άλλον
με πήρες και δεν είσαι εσύ που με ήβρες.
1040ΑΓΓ. Όχι, σε μένα σ᾽ έδωκε ένας άλλος
βοσκός. ΟΙΔ. Και ποιός; ξέρεις να πεις ποιός ήταν;
ΑΓΓ. Μ᾽ απ᾽ τους δούλους του Λάιου ελεγόνταν.
ΟΙΔ. Πού ηταν πριν βασιλιάς σ᾽ αυτή τη χώρα;
ΑΓΓ. Μάλιστα, αυτού του ανθρώπου βοσκός ήταν.
ΟΙΔ. Και να ᾽ναι ζωντανός αυτός ακόμα
για να τον δω κι εγώ; ΑΓΓ. Εσείς οι ντόπιοι
θα το ξέρετε αυτό καλύτερά μου.


1000ΑΓΓ. Αυτά φοβόσουν κι έφυγες εκείθε;
ΟΙΔ. Μη γίνω του πατέρα φονιάς, γέρο.
ΑΓΓ. Δε σε λύτρωσα εγώ απ᾽ αυτόν το φόβο,
που ήρθα εδώ με καλό σκοπό, άρχοντά μου;
ΟΙΔ. Γι᾽ αυτό από μέ πλερωμή θα ᾽χεις πλούσια.
ΑΓΓ. Μα ίσια ίσια ήρθα γι᾽ αυτό, σα θα γυρίσεις
πίσω, κι εγώ να βολευτώ κομμάτι.
ΟΙΔ. Όχι, ποτέ δε γυρνώ στους γονιούς μου.
ΑΓΓ. Παιδί μου, βλέπω, δε νογάς τί κάνεις.
ΟΙΔ. Τί λες; Για το Θεό, ξάστερα μίλα.
1010ΑΓΓ. Ρωτώ αν γι᾽ αυτό δε θες σπίτι σου νά ᾽ρθεις.
ΟΙΔ. Τρέμω μη βγουν σωστοί οι χρησμοί του Φοίβου.
ΑΓΓ. Μην κι αμαρτία σε βρει από τους γονιούς σου;
ΟΙΔ. Αυτό φοβούμαι, γέροντα, αυτό πάντα.
ΑΓΓ. Ξέρεις λοιπόν, πως άδικα τρομάζεις;
ΟΙΔ. Γιατί, αφού γιος γεννήθηκα δικός τους;
ΑΓΓ. Ο Πόλυβος κι εσύ δεν είστε ίδιο αίμα.
ΟΙΔ. Τί; πατέρας μου ο Πόλυβος δεν ήταν;
ΑΓΓ. Τόσο είσαι γιος του, όσο είσαι και δικός μου.
ΟΙΔ. Πώς ο γονιός είναι ίσια μ᾽ έναν ξένο;
1020ΑΓΓ. Μα δε σε γέννησα ούτε εγώ, ούτε εκείνος.
ΟΙΔ. Τότε λοιπόν πώς μ᾽ έλεγε παιδί του;
ΑΓΓ. Δώρο, μάθε, απ᾽ τα χέρια μου σε πήρε.
ΟΙΔ. Σα με είχε απ᾽ άλλον, πώς μ᾽ αγάπαε τόσο;
ΑΓΓ. Γιατί ο ίδιος πριν παιδιά δεν είχε κάνει.
ΟΙΔ. Μ᾽ αγόρασες και μ᾽ έδωσες συ, ή με ήβρες;
ΑΓΓ. Στου Κιθαιρώνα σε ήβρα τα φαράγγια.
ΟΙΔ. Τί γύρευες εσύ σ᾽ αυτούς τους τόπους;
ΑΓΓ. Φύλαγα στο βουνό εκεί τα κοπάδια.
ΟΙΔ. Βοσκός με πλερωμή θενά ᾽σουν, πλάνος;
1030ΑΓΓ. Μα τότε και σωτήρας σου, παιδί μου.
ΟΙΔ. Τί είχα πάθει και σώθηκα από σένα;
ΑΓΓ. Τα σφυρά σού το δείχνουν των ποδιών σου.
ΟΙΔ. Αλί! ποιόν παλιό πόνο μού θυμίζεις!
ΑΓΓ. Τα τρυπημένα σού έλυσα τα πόδια.
ΟΙΔ. Ντροπή κι απ᾽ τις φασκιές με σημαδεύει.
ΑΓΓ. Και σου βγήκε απ᾽ αυτό τ᾽ όνομα που έχεις.
ΟΙΔ. Ποιός μου το ᾽κανε; Πες. Μάνα ή πατέρας;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω· αυτός που σ᾽ έδωσε κατέχει.
ΟΙΔ. Τί; με πήρες από άλλον, συ δε μ᾽ ήβρες;
1040ΑΓΓ. Όχι· άλλος βοσκός σ᾽ έδωκε σε μένα.
ΟΙΔ. Ποιός; Θυμάσαι; Μπορείς να πεις ποιός ήταν;
ΑΓΓ. Δούλος, θαρρώ, του Λάιου, έλεε, πως είναι.
ΟΙΔ. Αυτού, που εδώ βασιλιά πριν τον είχαν;
ΑΓΓ. Σωστά· βοσκός του άρχοντα ήταν εκείνου.
ΟΙΔ. Ζει ακόμα αυτός, μπορώ να τον δω τώρα;
ΑΓΓ. Μα θα ξέρετε κάλλιο εσείς οι ντόπιοι.