Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (666-690)


(ΣΩ.) ἄνδρες, μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν,
μὰ τοὺς θεούς, οὐπώποτ᾽ ἐν τὠμῷ βίῳ
εὐκαιρότερον ἄνθρωπον ἀποπεπνιγμένον
ἑόρακα μικροῦ. τῆς γλυκείας διατριβῆς·
670 ὁ Γοργίας γάρ, ὡς τάχιστ᾽ εἰσήλθομεν,
εὐθὺς κατεπήδησ᾽ εἰς τὸ φρέαρ, ἐγὼ δὲ καὶ
ἡ παῖς ἄνωθεν οὐδὲν ἐποοῦμεν· τί γὰρ
ἐμέλλομεν; πλὴν ἡ μὲν αὑτῆς τὰς τρίχας
ἔτιλλ᾽, ἔκλα᾽, ἔτυπτε τὸ στῆθος σφόδρα,
675 ἐγὼ δ᾽ ὁ χρυσοῦς, ὡσπερεὶ νὴ τοὺς θεοὺς
τροφὸς παρεστώς, ἐδεόμην γε μὴ ποεῖν
τοῦθ᾽, ἱκέτευον, ἐμβλέπων ἀγάλματι
οὐ τῷ τυχόντι. τοῦ δὲ πεπληγμένου κάτω
ἔμελεν ἔλαττον ἤ τινός μοι, πλὴν ἀεὶ
680 ἕλκειν ἐκεῖνον· τοῦτ᾽ ἐνώχλει μοι σφόδρα.
μικροῦ γε νὴ Δί᾽ αὐτὸν εἰσαπολώλεκα·
τὸ σχοινίον γὰρ ἐμβλέπων τῇ παρθένῳ
ἀφῆκ᾽ ἴσως τρίς. ἀλλ᾽ ὁ Γοργίας Ἄτλας
ἦν οὐχ ὁ τυχών· ἀντεῖχε καὶ μόλις ποτὲ
685 ἀνενήνοχ᾽ αὐτόν. ὡς ἐκεῖνος ἐξέβη
δεῦρ᾽ ἐξελήλυθ᾽· οὐ γὰρ ἐδυνάμην ἔτι
κατέχειν ἐμαυτόν, ἀλλὰ μικροῦ [τὴν κόρην
ἐφίλουν προσιών· οὕτω σφόδρ᾽ ε[
ἐρῶ. παρασκευάζομαι δή — τὴν θύραν
690 ψοφοῦσιν. ὦ Ζεῦ Σῶτερ, ἐκτόπου θέας.


ΣΩΣ. Στον Ασκληπιό, στη Δήμητρα και σε όλους
παίρνω όρκο τους θεούς ότι κανέναν
άνθρωπο εγώ δεν είδα στη ζωή μου
να πνίγεται σε πιο κατάλληλη ώρα.
Α, τί στιγμές εξαίσιες! Ο Γοργίας,
670μόλις οι δυο μας μπήκαμε στο σπίτι,
πηδά μες στο πηγάδι. Εγώ από πάνω
στεκόμουνα, και δίπλα μου η κοπέλα,
άπραγοι· τί θα κάναμε δα κιόλας;
Μαδούσε μόνο εκείνη τα μαλλιά της,
στηθοδερνόταν, έκλαιε και θρηνούσε·
πλάι της εγώ, ο … σπουδαίος, σαν κηδεμόνας,
της έλεα να μην κλαίει, να μη χτυπιέται,
κι αυτό το εξαίρετο άγαλμα κοιτούσα.
Δε μ᾽ ένοιαζε και τόσο για το γέρο,
που ᾽χε σακατευτεί μες στο πηγάδι,
680τραβούσα ωστόσο, μα όχι και με κέφι.
Λίγο έλειψε να γίνω εγώ ο φονιάς του·
γιατί δυο τρεις φορές μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια
μου ᾽φυγε το σκοινί, καθώς κοιτούσα
την κόρη θαμπωμένος. Μα ο Γοργίας
στάθηκε Άτλας σωστός· γερά κρατούσε
και, τέλος, με προσπάθεια και με κόπο
στου πηγαδιού τον έφερε τα χείλια.
Σαν βγήκε αυτός, εγώ πετάχτηκα έξω.
Γιατί πια δεν κρατιόμουνα, και λίγο
έλειψε να φιλήσω το κορίτσι·
τόσο πολύ τη λαχταρώ. Και τώρα
έτοιμος είμαι… αλλά χτυπάει η πόρτα.
Με το εκκύκλημα παρουσιάζεται πάνω στο κρεβάτι του
ο Κνήμωνας· δίπλα του η κόρη του και ο Γοργίας.
690Τί θέαμα βλέπω, Δία εσύ σωτήρα!