Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1114-1135)


ΚΑ. ἒ ἔ, παπαῖ παπαῖ, τί τόδε φαίνεται; [στρ. ε]
1115 ἦ δίκτυόν τί γ᾽ Ἅιδου.
ἀλλ᾽ ἄρκυς ἡ ξύνευνος, ξυναιτία
φόνου. στάσις δ᾽ ἀκόρετος γένει
κατολολυξάτω θύματος λευσίμου.
ΧΟ. ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλῃ
1120 ἐπορθιάζειν; οὔ με φαιδρύνει λόγος.
ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς
σταγών, ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις
ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς.
ταχεῖα δ᾽ ἄτα πέλει.

ΚΑ. ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού· ἄπεχε τῆς βοὸς [ἀντ. ε] 1125
τὸν ταῦρον· ἐν πέπλοισιν
μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι
τύπτει· πίτνει δ᾽ ‹ἐν› ἐνύδρῳ τεύχει.
δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι λέγω.
1130 ΧΟ. οὐ κομπάσαιμ᾽ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος
εἶναι, κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε.
ἀπὸ δὲ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φάτις
βροτοῖς τέλλεται; κακῶν γὰρ διαὶ
πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ
1135 φόβον φέρουσιν μαθεῖν.


ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ωή, πωπώ, πωπώ! τί ᾽ναι που φαίνεται;
δεν είναι δίχτυ του Άδη;
μα δίχτυ ᾽ναι η γυναίκα του, η φόνισσά του·
κι η κατάρα η αχόρταγη του γένους
ας κλάψει του φριχτού το θρήνο φονικού.
ΧΟΡΟΣ
Ποιά τούτ᾽ η Ερινύα που προσκαλείς να υψώσει
1120θρήνο στο σπίτι; δε μ᾽ ευφραίνει αυτός σου ο λόγος
και κίτρινο αναρρόησε το αίμα μου στην καρδιά
καθώς από θανάσιμη πληγή
στις ύστερες στιγμές του βίου που σβήνει
και ταχιά φτάνει η σκοτεινιά.

ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Α, α, ιδού, ιδού, κράτα μακριά
τον ταύρο από την αγελάδα·
με δόλο μες στα βρόχια της τον πιάνει,
βαράει του μαύρου μια και πέφτει
μες στη λεκάνη του νερού.
Για τα λεβέτια του λουτρού σου λέω τα φονικά.
ΧΟΡΟΣ
1130Δε θα το καυχηθώ πως νιώθω τους χρησμούς σου,
με κάτι όμως κακό μου φαίνεται πως μοιάζουν.
Και πότε απ᾽ τους χρησμούς βγήκε για τους θνητούς
καμιά χαρά; — μες από συμφορές
των μάντηδων οι περισσόλογες οι τέχνες
το φόβον έρχουνται να φέρουν.