Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1343-1371)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ


ΑΓ. ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω.
ΧΟ. σῖγα· τίς πληγὴν ἀυτεῖ καιρίως οὐτασμένος;
1345 ΑΓ. ὤμοι μάλ᾽ αὖθις, δευτέραν πεπληγμένος.
ΧΟ. τοὔργον εἰργάσθαι δοκεῖ μοι βασιλέως οἰμώγμασιν.
ἀλλὰ κοινωσώμεθ᾽, ἤν πως, ἀσφαλῆ βουλεύματα.
― ἐγὼ μὲν ὑμῖν τὴν ἐμὴν γνώμην λέγω,
πρὸς δῶμα δεῦρ᾽ ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν.
1350 ― ἐμοὶ δ᾽ ὅπως τάχιστά γ᾽ ἐμπεσεῖν δοκεῖ
καὶ πρᾶγμ᾽ ἐλέγχειν σὺν νεορρύτῳ ξίφει.
― κἀγὼ τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὢν
ψηφίζομαί τι δρᾶν· τὸ μὴ μέλλειν δ᾽ ἀκμή.
― ὁρᾶν πάρεστι· φροιμιάζονται γὰρ ὥς,
1355 τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες πόλει.
― χρονίζομεν γάρ. οἱ δὲ τῆς μελλοῦς κλέος
πέδοι πατοῦντες οὐ καθεύδουσιν χερί.
― οὐκ οἶδα βουλῆς ἧστινος τυχὼν λέγω.
τοῦ δρῶντός ἐστι καὶ τὸ βουλεῦσαι πέρι.
1360 ― κἀγὼ τοιοῦτός εἰμ᾽, ἐπεὶ δυσμηχανῶ
λόγοισι τὸν θανόντ᾽ ἀνιστάναι πάλιν.
― ἦ καὶ βίον τείνοντες ὧδ᾽ ὑπείξομεν
δόμων καταισχυντῆρσι τοῖσδ᾽ ἡγουμένοις;
― ἀλλ᾽ οὐκ ἀνεκτόν, ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ·
1365 πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος.
― ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων
μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος;
― σάφ᾽ εἰδότας χρὴ τῶνδε θυμοῦσθαι πέρι·
τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ᾽ εἰδέναι δίχα.
1370 ― ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι,
τρανῶς Ἀτρείδην † εἰδέναι κυροῦνθ᾽ ὅπως.


ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Οϊμένα μου και πάω· βαθιά με βρήκε μέσα!
ΧΟΡΟΣ
Σώπα! ποιός φωνάζει τάχα χτυπημένος στα γερά;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Πάλι ξανά μου, αλίμονο! με βρήκε κι η άλλη!
ΧΟΡΟΣ
Πάει, τέλειωσε! αν θα κρίνω απ᾽ τις φωνές του βασιλιά,
μα στα σοβαρά ας σκεφτούμε μιαν απόφαση όλοι εδώ.
ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ Ο Α’.
Εμένα η γνώμη μου είναι σε βοήθεια αμέσως
να κράξομε όλη εδώ την πόλη στο παλάτι.
Ο Β’.
Εγώ, με μιας, λέω, να χυθούμε μέσα κι έτσι
1350μ᾽ αιμόβρεχτο τους πιάσομε σπαθί στο χέρι.
Ο Γ’.
Κι εγώ είμαι αυτής της γνώμης· κάτι, πρέπει, λέω
να κάνομε· καιρός για χάσιμο δεν είναι.
Ο Δ’.
Φως φανερό· όπως άρχισαν, είναι σημάδι
πως ετοιμάζουν τυραννίδα για τη χώρα.
Ο Ε’.
Η ώρα περνά· μα αυτοί στα πόδια των πατούνε
το σοφό δισταγμό κι έχουν το χέρι ξύπνιο.
Ο ΣΤ’.
Κι εγώ δεν ξέρω ποιά βουλή να βρω να δώσω.
έχει να σκεφθεί πριν κι αυτός που θα ενεργήσει.
Ο Ζ’.
1360Τέτοιος είμαι και ᾽γω· δύσκολα βλέπω τρόπο
ένα νεκρό με λόγια ν᾽ αναστήσω πάλι.
Ο Η’.
Κι έτσι όσο ζούμε θενα σκύβομε κεφάλι
στους άτιμους που τα παλάτια αυτά ντροπιάζουν;
Ο Θ’.
Μα όχι, δεν είναι υποφερτό· κάλλιο ας πεθάνω·
πιο γλυκός πάντα ο θάνατος απ᾽ τη σκλαβιά ᾽ναι…
Ο Ι’.
Μα τάχ᾽ αυτά τα βογγητά να ήταν σημάδι
να κρίνομε πως είναι κιόλας σκοτωμένος;
Ο ΙΑ’.
Ας μη μας πάρ᾽ η οργή πρι να βεβαιωθούμε·
άλλο να υποψιάζεσαι κι άλλο είν᾽ η αλήθεια.
Ο ΙΒ’.
1370Απ᾽ όλα τα πολλά μ᾽ αυτή τη γνώμη κλίνω,
να μάθομε ακριβώς τί γένηκε ο Ατρείδης.