Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡλέκτρα (774-858)


ΑΓ. ἐπεὶ μελάθρων τῶνδ᾽ ἀπήραμεν πόδα,
775 ἐσβάντες ἦιμεν δίκροτον εἰς ἁμαξιτὸν
ἔνθ᾽ ἦν ὁ καινὸς τῶν Μυκηναίων· ἄναξ.
κυρεῖ δὲ κήποις ἐν καταρρύτοις βεβώς,
δρέπων τερείνης μυρσίνης κάραι πλόκους·
ἰδὼν δ᾽ ἀυτεῖ· Χαίρετ᾽, ὦ ξένοι· τίνες
780 πόθεν πορεύεσθ᾽ ἔστε τ᾽ ἐκ ποίας χθονός;
ὁ δ᾽ εἶπ᾽ Ὀρέστης· Θεσσαλοί· πρὸς δ᾽ Ἀλφεὸν
θύσοντες ἐρχόμεσθ᾽ Ὀλυμπίωι Διί.
κλύων δὲ ταῦτ᾽ Αἴγισθος ἐννέπει τάδε·
Νῦν μὲν παρ᾽ ἡμῖν χρὴ συνεστίους ὁμοῦ
785 θοίνης γενέσθαι· τυγχάνω δὲ βουθυτῶν
Νύμφαις· ἑῶιοι δ᾽ ἐξαναστάντες λέχους
ἐς ταὐτὸν ἥξετ᾽. ἀλλ᾽ ἴωμεν ἐς δόμους—
καὶ ταῦθ᾽ ἅμ᾽ ἠγόρευε καὶ χερὸς λαβὼν
παρῆγεν ἡμᾶς—οὐδ᾽ ἀπαρνεῖσθαι χρεών.
790 ἐπεὶ δ᾽ ἐν οἴκοις ἦμεν, ἐννέπει τάδε·
λούτρ᾽ ὡς τάχιστα τοῖς ξένοις τις αἰρέτω,
ὡς ἀμφὶ βωμὸν στῶσι χερνίβων πέλας.
ἀλλ᾽ εἶπ᾽ Ὀρέστης· Ἀρτίως ἡγνίσμεθα
λουτροῖσι καθαροῖς ποταμίων ῥείθρων ἄπο.
795 εἰ δὲ ξένους ἀστοῖσι συνθύειν χρεών,
Αἴγισθ᾽, ἕτοιμοι κοὐκ ἀπαρνούμεσθ᾽, ἄναξ.
τοῦτον μὲν οὖν μεθεῖσαν ἐκ μέσου λόγον·
λόγχας δὲ θέντες δεσπότου φρουρήματα
δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας·
800 οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ᾽ ἦιρον κανᾶ,
ἄλλοι δὲ πῦρ ἀνῆπτον ἀμφί τ᾽ ἐσχάραις
λέβητας ὤρθουν· πᾶσα δ᾽ ἐκτύπει στέγη.
λαβὼν δὲ προχύτας μητρὸς εὐνέτης σέθεν
ἔβαλλε βωμούς, τοιάδ᾽ ἐννέπων ἔπη·
805 Νύμφαι πετραῖαι, πολλάκις με βουθυτεῖν
καὶ τὴν κατ᾽ οἴκους Τυνδαρίδα δάμαρτ᾽ ἐμὴν
πράσσοντας ὡς νῦν, τοὺς δ᾽ ἐμοὺς ἐχθροὺς κακῶς—
λέγων Ὀρέστην καὶ σέ. δεσπότης δ᾽ ἐμὸς
τἀναντί᾽ ηὔχετ᾽, οὐ γεγωνίσκων λόγους,
810 λαβεῖν πατρῶια δώματ᾽. ἐκ κανοῦ δ᾽ ἑλὼν
Αἴγισθος ὀρθὴν σφαγίδα, μοσχείαν τρίχα
τεμὼν ἐφ᾽ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾶι,
κἄσφαξ᾽ ἐπ᾽ ὤμων μόσχον ὡς ἦραν χεροῖν
δμῶες, λέγει δὲ σῶι κασιγνήτωι τάδε·
815 Ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι τοῖσι Θεσσαλοῖς
εἶναι τόδ᾽, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς
ἵππους τ᾽ ὀχμάζει· λαβὲ σίδηρον, ὦ ξένε,
δεῖξόν τε φήμην ἔτυμον ἀμφὶ Θεσσαλῶν.
ὁ δ᾽ εὐκρότητον Δωρίδ᾽ ἁρπάσας χεροῖν,
820 ῥίψας ἀπ᾽ ὤμων εὐπρεπῆ πορπάματα,
Πυλάδην μὲν εἵλετ᾽ ἐν πόνοις ὑπηρέτην,
δμῶας δ᾽ ἀπωθεῖ· καὶ λαβὼν μόσχου πόδα
λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα·
θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς
825 δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν,
κἀνεῖτο λαγόνας. ἱερὰ δ᾽ ἐς χεῖρας λαβὼν
Αἴγισθος ἤθρει. καὶ λοβὸς μὲν οὐ προσῆν
σπλάγχνοις, πύλαι δὲ καὶ δοχαὶ χολῆς πέλας
κακὰς ἔφαινον τῶι σκοποῦντι προσβολάς.
830 χὠ μὲν σκυθράζει, δεσπότης δ᾽ ἀνιστορεῖ·
Τί χρῆμ᾽ ἀθυμεῖς; Ὦ ξέν᾽, ὀρρωδῶ τινα
δόλον θυραῖον. ἔστι δ᾽ ἔχθιστος βροτῶν
Ἀγαμέμνονος παῖς πολέμιός τ᾽ ἐμοῖς δόμοις.
ὁ δ᾽ εἶπε· Φυγάδος δῆτα δειμαίνεις δόλον,
835 πόλεως ἀνάσσων; οὐχ, ὅπως παστήρια
θοινασόμεσθα, Φθιάδ᾽ ἀντὶ Δωρικῆς
οἴσει τις ἡμῖν κοπίδ᾽ ἀναρρῆξαι χέλυν;
λαβὼν δὲ κόπτει. σπλάγχνα δ᾽ Αἴγισθος λαβὼν
ἤθρει διαιρῶν. τοῦ δὲ νεύοντος κάτω
840 ὄνυχας ἔπ᾽ ἄκρους στὰς κασίγνητος σέθεν
ἐς σφονδύλους ἔπαισε, νωτιαῖα δὲ
ἔρρηξεν ἄρθρα· πᾶν δὲ σῶμ᾽ ἄνω κάτω
ἤσπαιρεν ἠλέλιζε δυσθνήισκων φόνωι.
δμῶες δ᾽ ἰδόντες εὐθὺς ἦιξαν ἐς δόρυ,
845 πολλοὶ μάχεσθαι πρὸς δύ᾽· ἀνδρείας δ᾽ ὕπο
ἔστησαν ἀντίπρωιρα σείοντες βέλη
Πυλάδης Ὀρέστης τ᾽. εἶπε δ᾽· Οὐχὶ δυσμενὴς
ἥκω πόλει τῆιδ᾽ οὐδ᾽ ἐμοῖς ὀπάοσιν,
φονέα δὲ πατρὸς ἀντετιμωρησάμην
850 τλήμων Ὀρέστης· ἀλλὰ μή με καίνετε,
πατρὸς παλαιοὶ δμῶες. οἱ δ᾽, ἐπεὶ λόγων
ἤκουσαν, ἔσχον κάμακας· ἐγνώσθη δ᾽ ὑπὸ
γέροντος ἐν δόμοισιν ἀρχαίου τινός.
στέφουσι δ᾽ εὐθὺς σοῦ κασιγνήτου κάρα
855 χαίροντες ἀλαλάζοντες. ἔρχεται δὲ σοὶ
κάρα ᾽πιδείξων, οὐχὶ Γοργόνος φέρων
ἀλλ᾽ ὃν στυγεῖς Αἴγισθον. αἷμα δ᾽ αἵματος
πικρὸς δανεισμὸς ἦλθε τῶι θανόντι νῦν.


ΑΓΓ. Όταν εξεκινήσαμε απ᾽ το σπίτι,
επήραμε τον δρόμο που χωράει
δυο αμάξια να περάσουν· προχωρώντας
εφτάσαμε στο μέρος που βρισκόταν
των Μυκηναίων ο ξακουσμένος ρήγας.
Σε κήπο νεροδρόσιστο καθόταν
κι έκοβε τρυφερής μυρτιάς κλωνάρια
να στεφανώσει το κεφάλι του. Ως μας είδε,
μας φώναξεν αμέσως. «Γεια σας, ξένοι,
780ποιοί είστε; Πούθε ερχόσαστε; Ποιός είναι
ο τόπος σας;» Ο Ορέστης τού απαντάει.
«Είμαστε Θεσσαλοί, πάμε στη χώρα
του Αλφειού, να κάνουμε θυσίες
στον Δία τον Ολύμπιο». Ακούγοντας
ο Αίγισθος αυτά, μας λέει. «Τώρα
θα μείνετε κοντά μου και θα φάτε
μαζί μου στο τραπέζι. Θυσιάζω
ταύρο στις Νύμφες· άμα σηκωθείτε
με την αυγή, όση χάσατε ώρα πάλι
θα την κερδίσετε· στο σπίτι ας πάμε,
δεν κάνει ν᾽ αρνηθείτε». Έτσι μιλώντας
790και πιάνοντάς μας απ᾽ το χέρι, μέσα
μας οδηγούσε. Ως μπήκαμε, φωνάζει.
«Γοργά να φέρει κάποιος για τους ξένους
νερό για να λουστούν, γιατί μαζί μας
θα σταθούν στον βωμό και στ᾽ αγιονέρι».
Ο Ορέστης όμως του αποκρίνεται. «Πριν λίγο
καθαριστήκαμε σε ποταμίσια
νερά καθάρια. Αν πρέπει στις θυσίες
να στέκουνε μαζί ξένοι με ντόπιους,
Αίγισθε βασιλιά, δεν θ᾽ αρνηθούμε
κι είμαστε πρόθυμοι». Έτσι αυτόν τον λόγο
τον άφησαν στη μέση. Οι δούλοι τότε,
σε μια μεριά τις λόγχες παρατώντας,
που ᾽χαν για να φυλάγουν τον αφέντη,
ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Δοχείο
έφερναν για το αίμα απ᾽ τα σφαχτάρια,
800άλλοι κουβάλαγαν πανέρια, κι άλλοι
άναβαν τους βωμούς και τα λεβέτια
έστηναν, κι αντηχούσε όλο το σπίτι.
Ο άντρας της μητέρας σου αφού πήρε
κριθάλευρο, το σκόρπιζεν απάνω
στους βωμούς, έτσι μιλώντας. «Νύμφες
των βράχων, αξιώστε μας, εμένα
και τη γυναίκα μου που ᾽ναι στο σπίτι,
την Τυνδαρίδα, πλήθος τις θυσίες
να κάνουμε για σας, ευτυχισμένοι
πάντοτες όπως τώρα, κι οι εχθροί μας
να δυστυχούν». Για σε και τον Ορέστη
έλεγε αυτά τα λόγια. Μα ο δικός μου
αφέντης με τον νου του προσευχόταν
τ᾽ αντίθετα: να ξαναπάρει πίσω
810το πατρικό παλάτι. Ίσιο μαχαίρι
απ᾽ το πανέρι ο Αίγισθος επήρε
κι έκοψε τρίχες μοσχαρίσιες· πάνω
στην ιερή τις έριξε τη φλόγα
με το δεξί του κι έσφαξε ως σηκώσαν
στους ώμους του οι δούλοι το δαμάλι.
Ύστερα λέει στον αδερφό σου ετούτα.
«Καυχιούνται οι Θεσσαλοί πως έχουν
κι αυτό μες στα καλά τους· άλλος ταύρο
με τέχνη τον λιανίζει, άλλος δαμάζει
τ᾽ άλογα. Εμπρός, μαχαίρι πάρε, ξένε,
και δείξε αληθινή τη φήμη τούτη
των Θεσσαλών». Γερό λεπίδι εκείνος
διαλέγει δωρικό κι από τους ώμους
820πετώντας τον ωραίο χιτώνα, πήρε
στο έργο βοηθό του τον Πυλάδη κι όλους
διώχνει τους δούλους. Απ᾽ το πόδι το μοσχάρι
πιάνοντας και τεντώνοντας το χέρι,
τις άσπρες σάρκες γύμνωσε απ᾽ το δέρμα.
Πιο γρήγορα είχε γδάρει το δαμάλι,
απ᾽ όσην ώρα κάνει καβαλάρης
να τρέξει μες στο στάδιο δυο γύρους·
ύστερα του ανοίγει τα λαγόνια.
Παίρνει στα χέρια ο Αίγισθος τα σπλάχνα
και τα κοιτάει. Στο σκώτι δεν υπήρχε
λοβός καθόλου, στόμα και σακούλα
στη χολή έδειχναν πως σύντομα θα βρίσκαν
αυτόν που τα κοιτούσε δυστυχίες
φριχτές. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει
830κι ο αφέντης μου ρωτάει. «Γιατί τάχα
στεναχωριέσαι; «Ξένε, κάποιο δόλο
φοβάμαι από τα ξένα. Είναι τ᾽ αγόρι
του Αγαμέμνονα τρανός εχθρός μου,
που πιο πολύ μισώ μες στους ανθρώπους».
Εκείνος του αποκρίθηκε. «Εσύ μιας χώρας
ο βασιλιάς και σκιάζεσαι τον δόλο
ενός εξορισμένου; Δεν θα φέρει,
αντί γι᾽ αυτό το δωρικό λεπίδι,
κάποιος μαχαίρι φθιωτικό, να φάμε
τα εντόσθια και το στήθος του ν᾽ ανοίξω;»
Παίρνει και κόβει. Ο Αίγισθος τα σπλάχνα
τα εξέταζε ένα ένα. Κι όπως ήταν
έτσι σκυμμένος, τότε ο αδερφός σου
840σηκώθηκε στα νύχια και του δίνει
στον σβέρκο μια χτυπιά και του συντρίβει
τη ραχοκοκαλιά του· ευθύς εκείνος
σύγκορμος τιναζόταν πάνω κάτω,
πεθαίνοντας φριχτά μ᾽ άγριους βόγκους.
Οι δούλοι μόλις είδαν τί ᾽χε γίνει,
τρέξαν γοργά και πήραν τα κοντάρια,
πλήθος αυτοί να χτυπηθούν με δύο.
Μα στάθηκαν ατρόμαχτοι αντικρύ τους
Ορέστης και Πυλάδης, τις δικές τους
λόγχες αντίμαχες γερά κουνώντας.
Τους μίλησ᾽ ο αδερφός σου. «Εχθρός δεν ήρθα
στη χώρα εδώ και στους δικούς μου ανθρώπους·
μονάχα τον φονιά έχω τιμωρήσει
850του γονιού μου, ο δύστυχος Ορέστης·
γι᾽ αυτό παλιοί υπηρέτες του πατέρα,
μη με σκοτώσετε». Κι εκείνοι σαν ακούσαν
τα λόγια του, κρατήσαν τα κοντάρια·
κάποιος του παλατιού γέροντας δούλος
τον γνώρισε κι ευθύς τον αδερφό σου
μ᾽ αλαλαγμούς χαράς τον στεφανώσαν.
Έρχεται να σου δείξει το κεφάλι
όχι της Μέδουσας, μα αυτόν που τόσο
πολύ μισείς, τον Αίγισθο. Σφαγμένος,
πικρά ξεπλήρωσε με το αίμα του το αίμα.