Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βάκχαι (1153-1199)


ΧΟ. ἀναχορεύσωμεν Βάκχιον,
ἀναβοάσωμεν ξυμφορὰν
1155 τὰν τοῦ δράκοντος Πενθέος ἐκγενέτα,
ὃς τὰν θηλυγενῆ στολὰν
νάρθηκά τε †πιστὸν Ἅιδα†
ἔλαβεν εὔθυρσον,
ταῦρον προηγητῆρα συμφορᾶς ἔχων.
1160 βάκχαι Καδμεῖαι,
τὸν καλλίνικον κλεινὸν ἐξεπράξατε
ἐς γόον, ἐς δάκρυα.
καλὸς ἀγὼν †ἐν αἵματι στάζουσαν
χέρα περιβαλεῖν τέκνου†.
1165 ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ ἐς δόμους ὁρμωμένην
Πενθέως Ἀγαυὴν μητέρ᾽ ἐν διαστρόφοις
ὄσσοις, δέχεσθ᾽ ἐς κῶμον εὐίου θεοῦ.

ΑΓΑΥΗ
Ἀσιάδες βάκχαι ... ΧΟ. τί με θροεῖς, ‹γύναι›; [στρ.]
ΑΓ. φέρομεν ἐξ ὀρέων
1170 ἕλικα νεότομον ἐπὶ μέλαθρα,
μακαρίαν θήραν.
ΧΟ. ὁρῶ καί σε δέξομαι σύγκωμον.
ΑΓ. ἔμαρψα τόνδ᾽ ἄνευ βρόχων
‹λέοντος ἀγροτέρου› νέον ἶνιν,
1175 ὡς ὁρᾶν πάρα.
ΧΟ. πόθεν ἐρημίας;
ΑΓ. Κιθαιρών ... ΧΟ. Κιθαιρών;
ΑΓ. κατεφόνευσέ νιν.
ΧΟ. τίς βαλοῦσα; ΑΓ. πρῶτον ἐμὸν τὸ γέρας·
1180 μάκαιρ᾽ Ἀγαυὴ κληιζόμεθ᾽ ἐν θιάσοις.
ΧΟ. τίς ἄλλα; ΑΓ. τὰ Κάδμου ...
ΧΟ. τί Κάδμου; ΑΓ. γένεθλα
μετ᾽ ἐμὲ μετ᾽ ἐμὲ τοῦδ᾽ ἔθιγε θηρός· εὐ-
τυχής γ᾽ ἅδ᾽ ἄγρα.

μέτεχέ νυν θοίνας. ΧΟ. τί μετέχω, τλᾶμον; [ἀντ.]
1185 ΑΓ. νέος ὁ μόσχος ἄρ-
τι γένυν ὑπὸ κόρυθ᾽ ἁπαλότριχα
κατάκομον θάλλει.
ΧΟ. πρέπει γ᾽ ὥστε θὴρ ἄγραυλος φόβαι.
ΑΓ. ὁ Βάκχιος κυναγέτας
1190 σοφὸς σοφῶς ἀνέπηλ᾽ ἐπὶ θῆρα
τόνδε μαινάδας.
ΧΟ. ὁ γὰρ ἄναξ ἀγρεύς.
ΑΓ. ἐπαινεῖς; ΧΟ. ἐπαινῶ.
ΑΓ. τάχα δὲ Καδμεῖοι ...
1195 ΧΟ. καὶ παῖς γε Πενθεύς ... ΑΓ. ματέρ᾽ ἐπαινέσεται,
λαβοῦσαν ἄγραν τάνδε λεοντοφυᾶ.
ΧΟ. περισσάν. ΑΓ. περισσῶς.
ΧΟ. ἀγάλληι; ΑΓ. γέγηθα,
μεγάλα μεγάλα καὶ φανερὰ τᾶιδ᾽ ἄγραι
κατειργασμένα.


ΧΟΡΟΣ
Να χορέψουμε για τον Βάκχιο.
1155Να φωνάξουμε τη συμφορά του Πενθέα,
που τον γέννησε ο δράκοντας.
Ντυμένος με στολή γυναίκας,
κράτησε στο χέρι του τον ωραίο θύρσο, τη σφραγίδα του Άδη,
και άφησε να τον οδηγεί στη συμφορά ο ταύρος.
1160Βάκχες Καδμείες,
τον επινίκιο ύμνο τον δοξάσατε
και στο τέλος τον κάματε θρήνο και δάκρυ.
Ωραίος ο αγώνας
να σφίγγεις στην αγκαλιά το παιδί σου
και το χέρι σου να στάζει αίμα.

1165Να όμως, βλέπω την Αγαύη, τη μητέρα του Πενθέα,
να καταφθάνει στα δώματα με αλλοπαρμένα μάτια.
Δεχθείτε τη στη γιορτή του ευίου θεού.

ΑΓΑΥΗ
Ασιάτιδες βάκχες…
ΧΟΡΟΣ
Γιατί με κεντρίζεις, ώ;
ΑΓΑΥΗ
1170Φέρω από τα όρη στα μέλαθρα
χλωρό βλαστάρι·
μόλις το έκοψα·
ευλογημένο κυνήγι.
ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω και σε δέχομαι
σύντροφο στο ξεφάντωμα.
ΑΓΑΥΗ
Χωρίς βρόχια το έπιασα
1175το νέο λιοντάρι. Μπορείς να το δεις.
ΧΟΡΟΣ
Σε ποιά ερημιά;
ΑΓΑΥΗ
Ο Κιθαιρώνας…
ΧΟΡΟΣ
Ο Κιθαιρώνας;
ΑΓΑΥΗ
…τον θανάτωσε.
ΧΟΡΟΣ
Ποιά τον χτύπησε;
ΑΓΑΥΗ
Η χάρη αυτή εδόθηκε πρώτα σ᾽ εμένα.
1180Ευλογημένη Αγαύη με φωνάζει ο θίασος.
ΧΟΡΟΣ
Ποιά άλλη;
ΑΓΑΥΗ
Του Κάδμου…
ΧΟΡΟΣ
Του Κάδμου;
ΑΓΑΥΗ
…οι κόρες
άγγιξαν το αγρίμι
μετά από μένα, μετά από μένα.
1185Ευτυχισμένο το κυνήγι μας.
Έλα τώρα στο δείπνο.
ΧΟΡΟΣ
Πού νά ᾽ρθω, άμοιρη;
ΑΓΑΥΗ
Είναι τρυφερός ο μόσχος.
Η κόμη του απαλό μετάξι·
στο μάγουλό του μόλις ανθίζει
πυκνό το χνούδι.
ΧΟΡΟΣ
Με τη χαίτη του φαντάζει αγρίμι του δάσους.
ΑΓΑΥΗ
Ο Βάκχιος ο κυνηγός ο σοφός
1190σοφά εσήκωσε τις μαινάδες
και τις έριξε πάνω του.
ΧΟΡΟΣ
Είναι κυνηγός ο βασιλέας.
ΑΓΑΥΗ
Με επαινείς;
ΧΟΡΟΣ
Σε επαινώ.
ΑΓΑΥΗ
Σε λίγο και οι Καδμείοι…
ΧΟΡΟΣ
Και ο γιος σου, ο Πενθέας…
ΑΓΑΥΗ
…θα επαινέσει τη μητέρα του
που έπιασε τούτο το αγρίμι,
το θρέμμα του λέοντος.
ΧΟΡΟΣ
1195Το έξοχο.
ΑΓΑΥΗ
Έξοχα.
ΧΟΡΟΣ
Χαίρεσαι;
ΑΓΑΥΗ
Αγάλλομαι,
γιατί μ᾽ αυτό το κυνήγι αξιώθηκα
τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα φανερά.