Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (308-340)

ΚΑΣΑΝΔΡΑ
ἄνεχε, πάρεχε· φῶς φέρω, σέβω, φλέγω, [στρ.]
ἰδού, ἰδού,
λαμπάσι τόδ᾽ ἱερόν.
310 ὦ Ὑμέναι᾽ ἄναξ·
μακάριος ὁ γαμέτας,
μακαρία δ᾽ ἐγὼ βασιλικοῖς λέκτροις
κατ᾽ Ἄργος ἁ γαμουμένα.
Ὑμήν, ὦ Ὑμέναι᾽ ἄναξ.
315 ἐπεὶ σύ, μᾶτερ, ἐπὶ δάκρυσι καὶ
γόοισι τὸν θανόντα πατέρα πατρίδα τε
φίλαν καταστένουσ᾽ ἔχεις,
ἐγὼ τόδ᾽ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς
320 ἀναφλέγω πυρὸς φῶς
ἐς αὐγάν, ἐς αἴγλαν,
διδοῦσ᾽, ὦ Ὑμέναιε, σοί,
διδοῦσ᾽, ὦ Ἑκάτα, φάος,
παρθένων ἐπὶ λέκτροις ἃ νόμος ἔχει.

325 πάλλε πόδ᾽ αἰθέριον, ‹ἄναγ᾽› ἄναγε χορόν, [αντ.]
εὐάν, εὐοῖ,
ὡς ἐπὶ πατρὸς ἐμοῦ
μακαριωτάταις
τύχαις. ὁ χορὸς ὅσιος·
ἄγε σὺ Φοῖβέ νιν κατὰ σὸν ἐν δάφναις
330 ἀνάκτορον θυηπόλῳ.
Ὑμήν, ὦ Ὑμέναι᾽, Ὑμήν.
χόρευε, μᾶτερ, ἄναγε, πόδα σὸν
ἕλισσε τᾷδ᾽ ἐκεῖσε μετ᾽ ἐμέθεν ποδῶν
φέρουσα φιλτάταν βάσιν.
335 βοᾶτε τὸν Ὑμέναιον, ὤ,
μακαρίαις ἀοιδαῖς
ἰαχαῖς τε νύμφαν.
ἴτ᾽, ὦ καλλίπεπλοι Φρυγῶν
κόραι, μέλπετ᾽ ἐμῶν γάμων
340 τὸν πεπρωμένον εὐνᾷ πόσιν ἐμέθεν.

Έρχεται η Κασσάντρα χορεύοντας έναν τρελό χορό· φορεί δάφνινο στεφάνι και είναι στολισμένη με άσπρες ταινίες· έχει κρεμασμένο πάνω της ένα μεγάλο κλειδί και κρατάει αναμμένο δαυλό.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ψηλά κρατάτε, φέγγετε ω!
Φέρνω φως, αγιάζω, φωτίζω,
γιά ιδές, γιά ιδές,
με λαμπάδες αυτό το ναό.
310Ω Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη!
Μακάριος ο γαμπρός,
μακάρια κι εγώ, που νυφούλα πηγαίνω
στ᾽ Άργους το ρήγα τον τρανό.
Υμέναιε, Υμέναιε.
Αφού όλο κλαις, μανούλα, εσύ
το σκοτωμένο μου πατέρα
και την πατρίδα τη χρυσή,
του γάμου μου το φως αυτό
320τ᾽ ανάβω εγώ και το κρατώ
να λαμπαδιάσει πέρα ώς πέρα,
να φέξει, φλόγες να πετάξει·
είναι, μανούλα, η νυφική
λαμπάδα μου, η παρθενική,
κατά το νόμο και την τάξη,
κι εσέ τη δίνω, Υμέναιε, νά τη,
τη δίνω και σ᾽ εσένα, Εκάτη.

Σέρνε, έλα, σέρνε το χορό,
πήδα —μπρος!— ψηλά στον αέρα,
ευάν, ευοί,
όπως πριν στον παλιό τον καιρό,
στις λαμπρές του πατέρα μου μέρες.
Ιερός είν᾽ ο χορός·
ω σέρνε τον, Φοίβε, για μέ την ιέρεια
330μες στο δαφνόζωστο ναό.
Υμέναιε, Υμέναιε.
Έμπα, μανούλα, στο χορό·
τα βήματά σου στα δικά μου
μια δω μια κει, να σε χαρώ,
μανούλα, ρύθμιζε· για ιδές!
Και με χαρές και με κραυγές
πείτε τραγούδι εσείς του γάμου,
κορίτσια της Φρυγίας· τιμήστε,
λαμπροντυμένες γιορτινά,
τη νύφη· και το βασιλιά,
Τρωαδιτοπούλες, τραγουδήστε
που όρισε η Μοίρα και τον δίνει
340γαμπρό στη νυφική μου κλίνη.