Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (1033-1059)

ΧΟ. Μενέλαε, προγόνων τ᾽ ἀξίως δόμων τε σῶν
τεῖσαι δάμαρτα κἀφελοῦ πρὸς Ἑλλάδος
1035 ψόγον τὸ θῆλύ τ᾽, εὐγενὴς ἐχθροῖς φανείς.
ΜΕ. ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου,
ἑκουσίως τήνδ᾽ ἐκ δόμων ἐλθεῖν ἐμῶν
ξένας ἐς εὐνάς, χἠ Κύπρις κόμπου χάριν
λόγοις ἐνεῖται. βαῖνε λευστήρων πέλας
1040 πόνους τ᾽ Ἀχαιῶν ἀπόδος ἐν μικρῷ μακροὺς
θανοῦσ᾽, ἵν᾽ εἰδῇς μὴ καταισχύνειν ἐμέ.
ΕΛ. μή, πρός σε γονάτων, τὴν νόσον τὴν τῶν θεῶν
προσθεὶς ἐμοὶ κτάνῃς με, συγγίγνωσκε δέ.
ΕΚ. μηδ᾽ οὓς ἀπέκτειν᾽ ἥδε συμμάχους προδῷς·
1045 ἐγὼ πρὸ κείνων καὶ τέκνων σε λίσσομαι.
ΜΕ. παῦσαι, γεραιά· τῆσδε δ᾽ οὐκ ἐφρόντισα.
λέγω δὲ προσπόλοισι πρὸς πρύμνας νεῶν
τήνδ᾽ ἐκκομίζειν, ἔνθα ναυστολήσεται.
ΕΚ. μή νυν νεὼς σοὶ ταὐτὸν ἐσβήτω σκάφος.
1050ΜΕ. τί δ᾽ ἔστι; μεῖζον βρῖθος ἢ πάρος γ᾽ ἔχει;
ΕΚ. οὐκ ἔστ᾽ ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ.
ΜΕ. ὅπως ἂν ἐκβῇ τῶν ἐρωμένων ὁ νοῦς.
ἔσται δ᾽ ἃ βούλῃ· ναῦν γὰρ οὐκ ἐσβήσεται
ἐς ἥνπερ ἡμεῖς· καὶ γὰρ οὐ κακῶς λέγεις.
1055 ἐλθοῦσα δ᾽ Ἄργος ὥσπερ ἀξία κακῶς
κακὴ θανεῖται καὶ γυναιξὶ σωφρονεῖν
πάσαισι θήσει. ῥᾴδιον μὲν οὐ τόδε·
ὅμως δ᾽ ὁ τῆσδ᾽ ὄλεθρος ἐς φόβον βαλεῖ
τὸ μῶρον αὐτῶν, κἂν ἔτ᾽ ὦσ᾽ ἐχθίονες.

ΚΟΡ. Μενέλαε, σκότωσέ την· το ζητάει
η τιμή των προγόνων, του σπιτιού σου·
αφού στον πόλεμο έδειξες αντρεία,
να μη σε πει δειλόν η Ελλάδα τώρα.
ΜΕΝ. Σύμφωνος είμαι· με τη θέλησή της
μου ᾽φυγε από το σπίτι με άλλον άντρα
κι η ανάμειξη της Κύπρης είναι λόγια.
Στην Ελένη.
Θα λιθοβοληθείς. Εμπρός! Χρονώνε
1040μόχθους των Αχαιών θα τα πλερώσεις
σε μια στιγμή μ᾽ αυτόν το θάνατό σου·
ντροπιάσματα η τιμή μου δε σηκώνει.
ΕΛΕ., γονατίζοντας μπροστά του.
Στα γόνατά σου πέφτω· μη φορτώσεις
σ᾽ εμέ κακό θεόσταλτο· συγχώρα.
ΕΚΑ. Τους συμπολεμιστές σου μην προδώσεις,
που τούτη δω σου σκότωσε· σ᾽ εκείνων
τ᾽ όνομα το ζητώ και στων παιδιών τους.
ΜΕΝ. Κυρούλα, αρκεί· για τούτη δε με νοιάζει.
Προστάζω να την παν οι ακόλουθοί μου
στο πλοίο που θα τη φέρει στην Ελλάδα.
Στρατιώτες παίρνουν την Ελένη και φεύγουν.
ΕΚΑ. Ω, να μην μπει μ᾽ εσένα στο ίδιο πλοίο.
1050ΜΕΝ. Γιατί; Μην παραβάρυνε;
ΕΚΑ. Η αγάπη,
σαν αγαπήσεις μια φορά, δε σβήνει.
ΜΕΝ. Κατά που θα φερθεί ο αγαπημένος.
Μα ας γίνει ως θέλεις· δε θα μπει μες στο ίδιο
μ᾽ εμάς καράβι· όσο γι᾽ αυτό, έχεις δίκιο.
Και στο Άργος όταν πάει, θα βρει η κακούργα
τη θανή την κακή που της αξίζει,
και θα διδάξει σε όλες τις γυναίκες
τη σωφροσύνη. Ναι, εύκολο δεν είναι,
αλλά η ποινή της και χειρότερές της
θα μάθει να φοβούνται για όσα κάνουν.
Ο Μενέλαος φεύγει. Η Εκάβη πλαγιάζει.